Ένας εργασιακός κύκλος κλείνει κι εσύ βρίσκεσαι σ’ ένα μεταίχμιο αβεβαιότητας κι ανασφάλειας. Οι δείκτες της ανεργίας σε τρομάζουν, οι αγγελίες που διαβάζεις σε απογοητεύουν και οι συνεντεύξεις που πας σε κάνουν να απελπίζεσαι ή να νιώθεις μια έντονη δυσαρέσκεια κι αποστροφή για το ίδιο το ανθρώπινο είδος. Δε σ’ αδικώ. Για να είμαι ειλικρινής, σε καταλαβαίνω απόλυτα γιατί έχω περάσει από κει, όμως θα σου πω ο,τι λέω και στον εαυτό μου: «αδερφέ, δεν πέθανα από έρωτα, θα πεθάνω για μια δουλειά που έτσι κι αλλιώς δε με κάλυπτε;»
Σαφώς, το να χάσεις μια δουλειά είναι ένα διαζύγιο που απαιτεί κάποιο χρόνο για να το ξεπεράσεις. Χρειάζεται μια σχετική προσπάθεια να πας παρακάτω, να δεις καθαρά όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια κι από ανάγκη ή φόβο ωραιοποίησες, όλα όσα παρέβλεψες συνειδητά ή και υποσυνείδητα, όλα εκείνα με τα οποία συμβιβάστηκες. Η απόλυση ή και η παραίτηση από μια εργασία είναι ένας χωρισμός. Ένα μονομερές ή αμφίπλευρο «αντίο» που ωθεί αμφότερους στην αναζήτηση. Όπως ακριβώς είναι και οι ερωτικές σχέσεις.
Γιατί πόσο θα κάτσεις, άνθρωπέ μου, να σκάσεις γιατί ο Τάκης ή η Σούλα σε παράτησε; Κάποια στιγμή θα βγεις στη γύρα για ένα νέο έρωτα. Πόσο θα κάτσεις με τον Μήτσο ή την Κική που δε σου δίνει αυτά που σου αξίζουν αλλά ούτε κι αυτά που ζητάς; Μια μέρα θα μαζέψεις τα μπογαλάκια σου και θα ψάξεις κάτι άλλο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στον εργασιακό τομέα. Τι νόμιζες; Ποιος ο λόγος να λυπηθείς που η «Φραγκοφονιάς ΑΕ» σε απέλυσε ενώ σε έστυβε κανονικά έναντι πινακίου φακής; Ποιος ο λόγος να μείνεις κι άλλο στην «Δυνάστης ΕΠΕ» όταν δεν έχεις ευκαιρίες ανέλιξης; Όχι, φίλε μου. Θα φύγεις όπως θα έφευγες κι από μια σχέση δίχως μέλλον. Με το κεφάλι ψηλά και με στόχο τα καλύτερα.
Εντάξει, θα ανησυχήσεις μήπως δε βρεις κάτι καλύτερο, μήπως αυτό τελικά σου άξιζε. Θα αρχίσεις να σκέφτεσαι πως παντού έτσι είναι, ακριβώς όπως θα σκεφτόσουν μετά από έναν χωρισμό ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο εκεί έξω για σένα. Θα αμφιβάλλεις για τις επιλογές σου, θα πανικοβληθείς υπό τον φόβο ότι κλότσησες μια ευκαιρία, όμως σου έχω νέα. Αν αυτή η δουλειά δε σε γέμιζε κάπου μέσα σου, δεν ήταν ευκαιρία, ήταν μονάχα ένα μέσο επιβίωσης. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Πήρες εμπειρίες και μαθήματα, αμείφτηκες –πενιχρά ή επαρκώς δεν έχει σημασία – και τώρα πας παρακάτω.
Τον πρώτο καιρό θα σκέφτεσαι το παλιό σου εργασιακό περιβάλλον όπως σκέφτεται κανείς τον πρώην του. Πότε με θυμό, πότε με νοσταλγία, πότε με απέχθεια και πότε με χαμόγελο. Θα βλέπεις πρώην συναδέλφους που θα σου θυμίζουν το εργασιακό παρελθόν σου όπως θα έβλεπες την παρέα του πρώην δεσμού σου. Καμιά φορά θα σκέφτεσαι πώς θα ήταν αν ξαναγύριζες κι αναλόγως το πώς έφυγες ή το πώς περνούσες εκεί θα βγαίνουν στην επιφάνεια και τα ανάλογα συναισθήματα. Ταυτόχρονα, όμως, οι οικονομικές δυσκολίες –γιατί ποιος ζει με ένα επίδομα ανεργίας;– θα σου χτυπούν την καμπάνα όπως θα έκαναν τα 30 ή τα 40 σε έναν εργένη που πια επιθυμεί να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια.
Αναλόγως το πόσο καιρό ήσουν «εκτός παιχνιδιού» η ανεύρεση θα μοιάζει πιο δύσκολη. Λίγο γιατί καλά είχες βολευτεί στη θεσούλα σου, λίγο γιατί ένιωθες μια έστω υποτυπώδη ασφάλεια κι η νέα κατάσταση ίσως φαντάζει βουνό. Στις συνεντεύξεις θα νιώθεις μια αμηχανία λες και βγαίνεις πρώτο ραντεβού και μάλιστα στα τυφλά μ’ έναν άγνωστο. Θα ψάχνεις να βρεις τα πατήματά σου για να γίνεις πιο «ανταγωνιστικός» έναντι των υπολοίπων υποψηφίων και θα μοιάζει να είσαι εσύ ένας απ’ τους μνηστήρες κι αυτή η θέση να είναι η Πηνελόπη.
Κάποια στιγμή θα πεις κι ένα «βρε δεν πάτε στο διάολο όλοι σας που νομίζετε πως έχετε την Τζάιαντ;» με το ίδιο ύφος που σκέφτηκες για τον Κωστάκη ότι σου ζάλισε τον έρωτα όσο στο έπαιζε βαρύ πεπόνι και δύσκολος γκόμενος. Θα απηυδήσεις, θα γελάσεις, θα απογοητευτείς. Θα χάσεις το χρόνο σου να ετοιμαστείς για ένα ραντεβού που δε θα έχει εξέλιξη, θα απαντάς σε κάθε συνέντευξη στις ίδιες ερωτήσεις στην λούπα σαν να chatαρες σε κάποιο site γνωριμιών με διάφορους άσχετους δυνητικούς εραστές. Φίλε μου, θα περάσεις ένα κανονικό casting -συχνά ανούσιο και ανώφελο-, όμως στο τέλος θα βρεις τον επόμενο εργοδότη σου όπως θα έβρισκες και τον επόμενο γκόμενο.
Ας πούμε μια αλήθεια: είμαστε φοβισμένοι οι άνθρωποι, όσο γενναίοι κι αν θέλουμε να περνιόμαστε. Φοβόμαστε μην τυχόν και μείνουμε μόνοι ή άφραγκοι κι έτσι συμβιβαζόμαστε με κάποιον που δε μας κάνει ευτυχισμένους. Φοβόμαστε μήπως ζητάμε πολλά –ακόμα κι αν επιθυμούμε τα αυτονόητα– κι έτσι καταλήγουμε με τα λίγα. Φοβόμαστε μην «ξεπέσουμε» και φερόμαστε λες και κρέμεται η ίδια μας η ζωή από την όποια επιτυχία μας. Κι αυτό πάει σε όλους τους τομείς. Αν δε μας φόβιζε τόσο η μοναξιά κι η αποτυχία, αν δε μας τρόμαζε το μέλλον ίσως κάναμε σοφότερες επιλογές. Ίσως ήμασταν κομμάτι πιο ευτυχισμένοι.
Η ανεύρεση νέου εργοδότη μοιάζει με την επανείσοδο στο κλαμπ των ελεύθερων κι αυτό γιατί εμείς διατηρούμε σε κάθε πτυχή της ζωής μας τις ίδιες ανθρώπινες αδυναμίες. Σέρνουμε τις φοβίες και τις ανασφάλειές μας είτε στα επαγγελματικά είτε στα ερωτικά μας και ξεπουλάμε εκείνη τη φλόγα που μας κάνει χαρούμενους για ένα σαχλό και μάταιο status quo. Είναι λογικό κι ανθρώπινο να φοβόμαστε. Είναι παράλογο κι απάνθρωπο όμως να μην κυνηγάμε την ευτυχία μας –ερωτική κι επαγγελματική.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.