Αυτή η ιστορία ανήκει στην Τόνια.
Η Τόνια είναι μια γυναίκα παντρεμένη, στα πρόθυρα χωρισμού με τον άντρα της και μητέρα ενός παιδιού.
Ο γάμος της δεν είναι τελευταία ό,τι ονειρευόταν. Μετά τη γέννηση του παιδιού της τα πράγματα αντί να καλυτερεύουν χειροτέρευσαν. Μια γυναίκα που αφέθηκε στα προβλήματα του γάμου της και της μοίρας και για κάποιο χρονικό διάστημα παραδόθηκε σ’ αυτά.
Δε ζούσε, απλά υπήρχε, για το παιδί της πιο πολύ.
Τον είχε ερωτευτεί τον άντρα της και γι’ αυτό το λόγο την πείραζε πολύ που δεν μπορούσαν πια να ‘ναι όπως ήταν παλιά ή καλύτερα όπως θα ‘θελε να ‘ναι.
Νόμιζε πως ένα παιδί θα τους έφερνε πιο κοντά αλλά έπεσε έξω, έκανε λάθος.
Ζούσαν σχεδόν σαν ξένοι και το πήρε απόφαση ότι η ζωή της από και μπρος θα κυλούσε κάπως έτσι. Sυμβιβάστηκε με την κατάσταση κι αποφάσισε, τουλάχιστον, να βγει απ’ τα σκοτάδια της και να δει τη ζωή αλλιώς.
Ένα απόγευμα, χαζεύοντας στο facebook, της ήρθε ένα αίτημα φιλίας από κάποιον άγνωστο και καπάκι μήνυμα, ένα απλό «γεια». Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν, δεν είχαν κανένα κοινό φίλο, δεν είχε φωτογραφίες, δεν είχε τίποτα που να φανερώνει την ταυτότητά του.
Δε δεχόταν ποτέ αιτήματα από αγνώστους. Το απόγευμα εκείνο, όμως, το έκανε. Τον δέχτηκε και του απάντησε στο μήνυμα.
Αυτό ήταν. Ξεκίνησαν να μιλούν για πολύ ώρα. Κάτι μυστήριο συνέβαινε μ’ αυτόν, ήταν σαν να την ξέρει χρόνια.
Κι οι ώρες έγιναν μέρες. Μιλούσαν κι έλεγαν τα πάντα. Ήταν κι αυτός παντρεμένος με παιδιά.
Η πραγματική αποκάλυψη ήρθε μετά από δέκα μέρες.
Η Τόνια που μιλούσε με το Βασίλη τελικά έμαθε ότι μιλούσε με τον Πέτρο, τον Πέτρο που είχε ένα μαγαζί πολύ κοντά στο σπίτι της. Στην ουσία τον ήξερε και τον ήξερε καλά γιατί πολλές φορές ψώνιζε από το μαγαζί εκείνο και ακόμη περισσότερες, έτυχε να βρεθούν σε κοινούς χώρους με έναν περίεργο ηλεκτρισμό να διακρίνει πάντα τις επαφές τους.
Της είπε να βρεθούν, την παρακάλεσε. Αρχικά φοβόταν, δεν είχε απατήσει ποτέ τον άντρα της αλλά τώρα ήξερε πως αν τον έβλεπε ήταν μονόδρομος. Κατάφερε, βλέπετε, να την κάνει να τον σκέφτεται ερωτικά, να θέλει απεγνωσμένα να βρεθεί μαζί του.
Την έπεισε, διέλυσε τους φόβους της. Ήταν Κυριακή απόγευμα όταν βρέθηκαν σ’ ένα απομονωμένο μέρος.
Βρέθηκαν στις επτά και επτά και πέντε ήδη έκαναν παθιασμένο σεξ μέσα στο αυτοκίνητό της.
Του είχε πια παραδοθεί πλήρως, τον είχε ερωτευτεί. Με τον άντρα της βρίσκονταν ερωτικά κάθε δίμηνο. Όσες τύψεις κι αν είχε της ξεχνούσε όταν ήταν μαζί του.
Εκείνος της ζήτησε να μιλούν μόνο από το facebook και το δέχτηκε όσο κι αν της έλειπε η φωνή του. Της είχε πάρει το μυαλό. Δεν έβλεπε μπροστά της κι ό,τι κι αν της υποδείκνυε το δέχονταν στωικά.
Όταν άρχισαν να αραιώνουν οι επαφές τους έδειξε και πάλι κατανόηση αφού ήξερε πως είναι να ‘σαι παντρεμένος.
Κάποια στιγμή αποφάσισε να του πει ότι πέρα από το σεξ είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται.
Ξέρετε τι της απάντησε; Της το ξέκοψε. Εκείνος μόνο ένα περιστασιακό κρεβάτι έψαχνε άλλωστε.
Σαν κύριος, όμως, της άφησε την επιλογή. Αν δεν αντέχει να το κόψει, ειδάλλως να συνεχίσουν.
Τώρα που τα διαβάζετε όλα αυτά, μη νομίζετε πως η ηρωίδα μας έχει σταματήσει να τον βλέπει. Όχι. Περιμένει τη μέρα που θα την ερωτευτεί κι εκείνος τρελά και θα το σκάσουν μαζί απ’τις δήθεν καλοκουρδισμένες ζωές τους.
Η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία έχει για τα καλά φωλιάσει μέσα της.
Προσωπικά αν είχα το δικαίωμα να πω κάτι στην όποια Τόνια, μιας και μου ζήτησε να γράψω την ιστορία της, αυτό θα ήταν πως για ‘μένα είναι κλεισμένη σε δυο φυλακές.
Η πρώτη είναι ο γάμος της κι η δεύτερη η σχέση της.
Δε διαφωνώ πως όλοι έχουμε δικαίωμα να ελπίζουμε, όλοι απ’ την άλλη έχουμε και μερίδιο στον εγωισμό και στη αξιοπρέπεια.
Είναι πολύ ωραίο το καλό σεξ κι ο έρωτας, ταυτόχρονα είναι πολύ άσχημο να είσαι ένα κομμάτι κρέας για κάποιον που στα αισθήματα του δεν περιλαμβάνεσαι ούτε σαν αστείο.
Καλή τύχη Τόνια!