Ο Ιπποκράτης υποστήριζε ότι, για να διατηρηθεί ένας άνθρωπος υγιής, πρέπει να συμπεριλαμβάνει στη διατροφή του και τις τέσσερις γεύσεις, γλυκό-πικρό-αλμυρό-ξινό. Συγκεκριμένα, η Ιπποκράτειος Διατροφή υποστηρίζει την ισορροπία που πρέπει να έχουμε σ’ αυτές, γιατί όλες τους παίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του οργανισμού, αρκεί να καταναλώνονται στις ποσότητες που πρέπει.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει, αν το σκεφτείτε, και για την ψυχική υγεία μας και την ψυχολογική ισορροπία μας. Απαιτούνται, δυστυχώς, όλες οι «γεύσεις», προκειμένου να φτάσουμε στην ευτυχία -να προσπαθήσουμε τουλάχιστον- αρκεί βέβαια να τηρείται κι εδώ η σωστή αναλογία.
Η γλυκιά γεύση, λοιπόν, μας μένει όταν νιώθουμε ευτυχισμένοι- χωρίς να είμαστε απαραίτητα, αλλά τουλάχιστον έτσι πιστεύουμε- όταν έχουμε μια μικρή ή μεγάλη επιτυχία σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής μας. Ένας νέος έρωτας, πολλά ή όχι υποσχόμενος, μια προαγωγή ή αύξηση στη δουλειά, ένα ταξίδι, μια βόλτα, ένας καφές, με ανθρώπους που αγαπάς και νοιάζεσαι, μας κάνουν ευτυχισμένους. Ένα διασκεδαστικό και ξέφρενο ξενύχτι, ένα βράδυ στην παραλία με κιθάρα, μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα φλερτ, συνιστούν τη γλυκιά πλευρά της ζωής και μας κάνουν να μη θέλουμε ν’ αφήσουμε το κουτάλι.
Δε θα ήταν εφικτό όμως, ν’΄αντιληφθούμε τι πραγματικά είναι η ευτυχία και πόσο πολύ αξίζουν όλα τα παραπάνω, εάν δεν είχαμε γνωρίσει και την αντίθετη πλευρά. Είναι στη φύση μας, να χάνουμε πολλές φορές τον δρόμο μας, κυνηγώντας άσκοπα, λάθος καταστάσεις κι ανθρώπους, θέτοντας λάθος στόχους και σκοπούς. Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς, έρχεται να παίξει το ρόλο της η «πικρή» γεύση. Πολλές φορές, όλοι ανεξαιρέτως, έχουμε βιώσει άσχημες, δυσχερείς και δύσκολες καταστάσεις, στην προσωπική μας και την επαγγελματική μας πορεία. Δεν είναι ευχάριστο να μετράς ήττες, σε καμία περίπτωση, αλλά ουσιαστικά, πάντα κάτι μας δίδαξαν ή κάτι μας θύμισαν στον δρόμο μας προς την ευτυχία.
Υπάρχουν βέβαια και τ’ αλμυρά, αυτά που δεν είναι τόσο απαραίτητα, αλλά πώς να το κάνουμε, δίνουν αυτήν την επιπλέον νοστιμιά στην καθημερινότητα και τη ρουτίνα μας. Είναι η γεύση που έρχεται να πλαισιώσει, κατ’ επιλογήν, τις υπόλοιπες κι ας μην είναι αναγκαία. Αλλαγές στα μαλλιά, στο ντύσιμο, υπερβολικές ή και περιττές σπατάλες σε ψώνια ή σε διασκέδαση, σουργελίκια με τους φίλους, μεθύσια, ερωτικά απωθημένα και πολλά άλλα μας κάνουν να νιώθουμε στιγμιαία ζωντανοί. Εξ’ άλλου είπαμε, όλα χρειάζονται στη σωστή δόση. Τώρα το πόσο αλάτι θέλεις να ρίξεις, είναι στο χέρι σου.
Τέλος υπάρχουν τα ξινά. Είναι αυτά που οπτικά λαχταράς να δοκιμάσεις και μόλις το κάνεις, αναστατώνεσαι ολόκληρος, αφού σου αφήνουν μια μυστήρια αίσθηση, χωρίς να είσαι σίγουρος αν τελικά σου άρεσε ή όχι. Συνήθως τα ξινά, είναι οι επαναστατικές, για τον κάθε ένα, μεγάλες αλλαγές, οι τολμηρές κινήσεις που υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα έκανε. Χρειάζεται λοιπόν κι αυτή η γεύση, διαφορετικά θα μέναμε στάσιμοι, μη δοκιμάζοντας κάτι νέο και πρωτόγνωρο. Δε θα είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε τα πραγματικά μας όρια, τι πρέπει ν’ αποφεύγουμε ή τι τελικά επιθυμούμε κι ας είναι ξινό για τους υπόλοιπους.
Βέβαια, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, κάθε ένας έχει διαφορετική άποψη για τις γεύσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Άλλος θεωρεί ικανοποιητικά αλμυρό το «λύσσα» κι άλλος το σχεδόν ανάλατο. Επίσης κάποιοι έχουν μεγαλύτερη ανοχή στα ξινά από κάποιους άλλους. Κάθε ένας αλλιώς αντιλαμβάνεται τη γλύκα της ευτυχίας και κάθε ένας χειρίζεται διαφορετικά την πίκρα των άσχημων στιγμών. Όπως και να ‘χει, όλοι παλεύουμε να βρούμε τη χρυσή τομή των γεύσεών μας ώστε να καταλήξουμε ευτυχισμένοι και χορτάτοι. Καλή όρεξη!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου