Ανέκαθεν σχέσεις και κοινωνίες λειτουργούσαν με μία θεμελιώδη αρχή· αυτή της ανταλλαγής.
Αρχικά στις πρώτες κοινωνίες η ανταλλαγή αφορούσε αγαθά, ζωντανά, αντικείμενα κι υπηρεσίες. Ανταλλαγές ισοδύναμες με οικονομικές συναλλαγές. Αυτή είναι η απλούστερη και σωστότερη μορφή ανταλλαγής.
Η υπόθεση περιπλέκεται όμως όταν μιλάμε για ανταλλαγή συναισθημάτων, την πιο άδικη μορφή δούναι και λαβείν που μπορεί να συναντήσει κανείς.
Ας μην γελιόμαστε ο έρωτας δεν είναι ποτέ αμοιβαίος, τουλάχιστον όχι ταυτόχρονα αμοιβαίος. Πάντα υπάρχει ο ένας που θα κάνει το πρώτο βήμα, που θα εκφράσει τον ανομολόγητο έρωτά του ή έστω το ενδιαφέρον του κι ο άλλος που θα υποκύψει και θα ανταποκριθεί σ’ αυτόν.
Ως συνέπεια επομένως δε δύναται να μπορούμε να μιλήσουμε για ανταπόδοση αυτών των πρώτων συναισθημάτων, καθώς υπάρχει αυτός που είναι έτοιμος να νιώσει και να δώσει, αυτός που ξεκινά αυτό το ερωτικό παιχνίδι συνειδητοποιημένα κι απόλυτα ηθελημένα και απέναντι του υπάρχει αυτός που καχύποπτα και δειλά ρισκάρει να βουτήξει ανέτοιμος στα βαθιά και να ανταποκριθεί σε σχέσεις, πρόσωπα και συναισθήματα που παρουσιάζονται άξαφνα μπροστά του.
Αυτή η άδικη λοιπόν μορφή ανταλλαγής συναισθημάτων ξεκινάει με έναν στο ρόλο του δούναι κι έναν στο ρόλο του λαβείν. Με το χρόνο και φυσικά τις δοτικές πράξεις της μίας πλευράς, θα κερδίσει την ασφάλεια, την εμπιστοσύνη και σαν αποτέλεσμα τη γέννηση συναισθημάτων και της απέναντι πλευράς.
Η πραγματικότητα όμως τις περισσότερες φορές δεν έχει να κάνει με αυτήν την όχι και τόσο δίκαιη ανταλλαγή. Γιατί ακόμα και έτσι, έστω και καθυστερημένα θα υπήρχε μια ομαλότητα στη σχέση.
Δυστυχώς όμως υπάρχει και το ενδεχόμενο η άλλη πλευρά, αυτή που με τη δικαιολογία της επιφύλαξης δεν έμαθε να δίνει, να μην μπει ποτέ σ’ αυτή την διαδικασία, να μην αισθανθεί και να μη δώσει ποτέ πραγματικά. Θα μου πείτε γιατί να μείνει τότε σ’ αυτή τη σχέση;
Μα είναι ωραίο να ‘χεις κάποιον να σ’ αγαπάει, να σε νοιάζεται, να προσπαθεί για σένα· ποίος δεν θα ‘θέλε ένα τέτοιο άτομο στη ζωή του;
Και τα πιθανά σενάρια συνεχίζονται· η μια πλευρά δίνει, δίνει συναισθήματα, δίνει χρόνο, δίνει χώρο και περιμένει πότε θα αισθανθεί έτοιμη κι η άλλη πλευρά. Και φτάνει η στιγμή που η απέναντι πλευρά νιώθει, ερωτεύεται, ίσως και περισσότερο απ’ τον άλλον, που ξεπερνάει όλες τις αμφιβολίες και που πλέον είναι έτοιμη να πέσει στη μάχη και να δώσει τα πάντα για αυτή τη σχέση.
Σ’ αυτό το σημείο έρχεται η επιβεβαίωση, ο εγωισμός, η έπαρση κι η σιγουριά αυτού που έμαθε αρχικά να δίνει και να προσπαθεί. Θυμάται τότε που σε κυνηγούσε κι εσύ ήθελες χρόνο, τότε που χτύπαγε τα κουδούνια κι εσύ τον άφηνες έξω και παύει να προσπαθεί, τα περιμένει και τα απαιτεί όλα από εσένα. Άλλωστε αυτός δοκιμάστηκε, τώρα είναι η δική σου σειρά, θα σου πει.
Αυτή είναι και μια από τις αιτίες που οι σχέσεις διαλύονται, πως οι άνθρωποι μόλις σε κατακτήσουν, μόλις σε θεωρήσουν δικό τους, δεδομένο, παύουν να κάνουν όσα έκαναν για να σε κερδίσουν, παύουν να προσπαθούν.
Στις σχέσεις λοιπόν θα συναντήσεις δύο είδη ανθρώπων, αυτούς που έμαθαν να δίνουν κι αυτούς που βολεύτηκαν στο να παίρνουν.
Μόνο που κάποιος πρέπει να θυμίσει στους δεύτερους πως «κανένας δεν έγινε ποτέ φτωχός δίνοντας» και πως η πραγματική ολοκλήρωση έρχεται όταν δίνεις κι όχι όταν παίρνεις.
Άλλωστε δεν μπορείς να δώσεις ο,τι δεν μπορείς να νιώσεις, άρα το θέμα έγκειται στο αν μπορείς πραγματικά να νιώσεις γιατί μην ξεχνάμε πως υπάρχουν κι οι συναισθηματικά ανάπηροι· κι είναι πολλοί κι επικίνδυνοι.