Ο κέρσορας αναβοσβήνει στην οθόνη μου μια αιωνιότητα και τρεις ώρες.

Έχω ένα άρθρο να γράψω.

Το μυαλό σκόρπιο και το σπίτι πιο άδειο από ποτέ.

Τα μάτια μου ψηλάφιζαν τον χώρο, ψάχνοντας από κάτι να πιαστούν, να καρφωθούν εκεί και να αδειάσουν μια αδιάφορη μέρα.

Άνοιξα για λίγο τα ραδιόφωνο, να καλύψει μια ησυχία που κόντευε να με πνίξει.

Και τότε έπαιξε το τραγούδι.

Νομίζω πως για όλους τους ανθρώπους υπάρχει εκείνο το τραγούδι που απλά δεν αντέχεις να ακούσεις.

Που σε γεμίζει εικόνες και αναμνήσεις, που κάθε στίχος του ανοίγει λίγο ακόμα μια πληγή που δεν κατάφερες να κλείσεις.

Για μια στιγμή έκανα να χαμηλώσω την ένταση, να καλύψω το συναίσθημα που βίαια ερχόταν να με καταπιεί.

Δεν τα κατάφερα.

Παράτησα τον υπολογιστή μου, έστριψα ένα τσιγάρο και αφέθηκα να με διαλύσει για άλλη μια φορά.

Είναι τρομακτικό πως καμιά φορά δέκα στίχοι καταφέρνουν να περιγράψουν με απόλυτη τελειότητα , κάτι αλλόκοτο, δύσκολο σχεδόν αρρωστημένο.

«Συνέχεια στα όρια λες κι είναι για κακό, να’ναι μια φορά κανονικό».

Στίχος πολλών καρατίων που πυροβολεί στο κεφάλι οτιδήποτε συνηθισμένο.

Γιατί όταν οι έννοιες μπερδεύονται και οι άνθρωποι νιώθουν πολλά από πολύ, τα συναισθήματα δεν μπορούν να μπουν σε συσκευασίες με πληροφορίες για το προιόν.

Είναι αγνώστου προέλευσης και στην ημερομηνία λήξης αναγράφεται το άπειρο.

Έτσι ήταν και η δική μου σχέση μαζί του.

Μια διαρκής συνέχεια σε όρια που δεν μπορούσα πια ούτε να θυμηθώ πώς μοιάζουν.

Στα όρια τα δικά μου, που όριζαν την γραμμή της λογικής από την τρέλα, αχνή πια σχεδόν ανεπαίσθητη.

Στα όρια τα δικά του, που με αυστηρότητα παρέμεναν σταθερά, με μικρές ρωγμές συναισθημάτων, που δεν κατάφερε να μπαλώσει το «εγώ» του.

Σχέση άρρωστη, και δυνατή σαν εξάρτηση που μετρούσε πια δυόμιση χρόνια ζωή και θάνατο μαζί.

Εξάρτηση μέσα από ξενύχτια και συζητήσεις ατελείωτες, από εκείνες που αναρωτιόσουν πως στο διάολογίνεται να σε διαβάζει ένας άνθρωπος τόσο ξεκάθαρα λες και ήξερε από πάντα ακόμα και την παραμικρή σου εκδοχή.

Μέσα από μεθύσια, που είπες το λάθος πράγμα την πιο ακατάλληλη στιγμή, μα την επόμενη μέρα αυτός παρέμενε εκεί, να σε φροντίζει και να σ’αγαπάει, με τον δικό του παράξενο τρόπο.

Δυόμιση χρόνια που φεύγεις και ξαναγυρνάς, γιατί δεν γίνεται αλλιώς.

Γιατί είναι και φίλος και γκόμενος και αδερφός και πατέρας και δεν έχεις πει ξανά στην ζωή σου «σ’αγαπάω», που να το εννοείς με κάθε χιλιοστό του «είναι» σου.

Ίσως πάλι, γιατί δεν θυμάσαι πια την μέρα σου χωρίς την παρουσία του ή τον εαυτό σου πριν έρθει στην ζωή σου και τα κάνει όλα ρημαδιό, ανατρέποντας κάθε τι οικείο και γνώριμο στον γυάλινο μικρόκοσμό σου.

Όταν λείπει, παλεύεις να βγάλεις μια αδιάφορη και μίζερη μέρα βρίσκοντας αποκούμπι σε ενέσεις μικρών χαρούμενων στιγμών.

Κι όταν είναι εκεί, οι δείκτες σταματάνε και ο κόσμος αδειάζει από κάθε παρουσία.

Μόνο εσύ κι εκείνος.

Το κρύο δεν σου τρυπάει τα κόκαλα, ο καφές μυρίζει εντονότερα, ο κόσμος βάφεται μια πινελιά πιο ροζ κι εσύ σαν άμαθο κοριτσάκι τον εξερευνείς πάλι από την αρχή μέσα από τα μάτια του.

Ζεις για τις στιγμές σας, τις μουσικές και τα όνειρα που μοιράζεστε για το αύριο, κι εκείνη την τελευταία αγκαλιά για καληνύχτα που κρατάει για μια και μόνο κομμένη αναπνοή.

Αν θελήσουμε όμως σε αυτό το σημείο να προσθέσουμε μια νότα ρεαλισμού, έτσι για το γαμώτο, μια τέτοια σχέση δεν σε οδηγεί σε happy end της disney, όπου ο πρίγκιπας σώζει την βασιλοπούλα από τον δράκο και ζουν για πάντα ευτυχισμένοι στο κάστρο τους.

Γιατί μια τέτοια σχέση, έχει ένταση, πάθος, ανασφάλειες και φόβο που μπορεί να σε διαλύσει κάθε φορά που το τηλέφωνο δεν χτυπάει, γιατί δεν ανήκατε και δεν θα ανήκετε ποτέ απόλυτα ο ένας στον άλλον.

Διαβατάρικα πουλιά, που στέκονται για λίγο στο ίδιο σημείο και μοιράζονται την καταστροφή που ρέει μέσα τους.

Λίγο φίλοι, λίγο εραστές, λίγο και πολύ από τα πάντα, με μόνιμο αγκάθι της σχέσης, ένα «δεν ξέρω».

Μα όσο κι αν σε τσακίζει αυτή η αβεβαιότητα, όταν το τραγούδι πια τελειώσει, θα σκουπίσεις το δάκρυ, που έσταξε για ακόμα μια φορά, και θα αποφασίσεις πως μερικές ιστορίες αξίζουν να τις ταξιδέψεις, ακόμα κι αν τελικά ναυαγήσεις στο «βαθύ» τους.

Απλά γιατί είναι αυτός, κι εσύ είσαι εσύ.

Και σας αξίζει.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου