Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Ειρήνη Καφίδα.

 

Ανάσταση. Στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του χωριού ακουγόταν από παντού «Χριστός Ανέστη!». Η Ελπίδα δεν ένιωθε απόλυτα άνετα, παρατηρώντας βέβαια τον μικρό Φοίβο να απολαμβάνει χαρούμενος το εορταστικό κλίμα χαλάρωσε λιγάκι. Τον αγαπούσε πολύ τον γιο της. Βέβαια το γεγονός ότι από αύριο θα πήγαινε στον μπαμπά του, ήταν για την ίδια μία ευκαιρία να ξεκουραστεί. Το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα, ήρθε να τον πάρει, ενώ η Ελπίδα επέστρεψε στο διαμέρισμά της στη Θεσσαλονίκη.

Η πρώτη μέρα δίχως τον Φοίβο πέρασε με την ανάγνωση ενός μισοτελειωμένου μυθιστορήματος και επικοινωνία με φίλους για τις σχετικές πασχαλινές ευχές. Αργά το βράδυ η Ελπίδα αποφάσισε να συνδεθεί σε ένα chatroom. Αυτή τη συνήθεια την είχε κόψει μαζί με τα φλερτ προ εξαετίας, όταν δηλαδή τα έφτιαξε με τον πρώην άντρα της. Μόλις τις τελευταίες εβδομάδες είχε αρχίσει να συνομιλεί και πάλι με αγνώστους, περισσότερο για λόγους περιέργειας, ίσως και επιθυμίας να τονώσει την αυτοπεποίθησή της εισπράττοντας μερικά ανώνυμα κοπλιμέντα.

Έπειτα από ένα δίωρο μάλλον ανούσιου διαδικτυακού φλερτ αποφάσισε να πάει για ύπνο. Ακριβώς εκείνη την ώρα αναδύθηκε ένα νέο παράθυρο: «Βασικά καλησπέρα σας!». Ο χαιρετισμός-ατάκα από την ομώνυμη 80’s ταινία, της κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον. Προφανώς κάποιος κοντά στην ηλικία της και μάλιστα με χιούμορ! Όχι πως και η μικρή φωτογραφία του προσώπου του την άφησε ασυγκίνητη. Αντιθέτως! Του απάντησε: «Καλησπέρα, αλλά με πετυχαίνεις δυστυχώς αργά…έλεγα σε λίγο να πάω για ύπνο». Αντάλλαξαν μερικές αστείες, αλλά κι ενδιαφέρουσες κουβέντες με το όμορφο «παιδί των 80s» του οποίο το πραγματικό όνομα ήταν Ορφέας και ανανέωσαν το ραντεβού τους για την επόμενη μέρα.

Όσο και να την είχε εντυπωσιάσει με την γλυκύτητα και το χιούμορ του, τα μάτια της έκλειναν από τη νύστα. Νωρίς το μεσημέρι και με το που ξανασυνδέθηκε, ο Ορφέας την περίμενε εκεί. Αν και ρίσκαρε, αποφάσισε να του αποκαλύψει την αλήθεια: «Είμαι διαζευγμένη. Κι έχω ένα παιδί». Αναμονή και άγχος. Αδίκως τελικά, μιας και ο Ορφέας ανταποκρίθηκε θετικά. Ίσα ίσα που της εξέφραζε και θαυμασμό για το γεγονός ότι μεγαλώνει ένα παιδί μόνη της. Το ίδιο θετικές ήταν οι εξελίξεις και τις επόμενες μέρες. Η αμοιβαία επιθυμία τους να γνωριστούν από κοντά και μάλιστα σύντομα ήταν αδιαμφισβήτητη. Μέρα με τη μέρα η Ελπίδα άρχισε να νιώθει μεγαλύτερη άνεση μαζί του. Ταυτόχρονα οι τηλεφωνικές πλέον συνομιλίες, η χροιά της φωνής του, της ξυπνούσαν ξεχασμένα ερωτικά συναισθήματα. Όχι, δεν ήταν απλώς ξεχασμένα, εξαιτίας της ανέραστης καθημερινότητας των τελευταίων χρόνων. Ήταν πρωτόγνωρα και ιδιαίτερα έντονα.

Στις 25 Μαΐου η Ελπίδα γεμάτη προσμονή μπήκε στο αμάξι και κατευθύνθηκε, περιποιημένη και με ανοιξιάτικη διάθεση προς τα Κτελ. Το λεωφορείο από Αθήνα βρισκόταν ήδη εκεί. Ο κόσμος είχε αποβιβαστεί. Πού ήταν όμως ο Ορφέας; Τον εντόπισε δίπλα σε ένα παγκάκι. Μαύρο μπλουζάκι Iron Maiden, τζιν, τα πράσινά του μάτια με μία ζεστή έκφραση. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Καθώς την πλησίαζε να την αγκαλιάσει, της ξέφυγε «Εσύ είσαι!», λες και η ύπαρξή του εκτός διαδικτύου ήταν απίθανη! Η ατάκα της του φάνηκε τόσο χαριτωμένη και αστεία που γέλασε και συνέβαλε στο να σπάσει ο πάγος.

Στο σπίτι της τον περιήγησε λιγάκι στα δωμάτια. Μετά τον φίλησε απαλά. Δεν μπορούσε να περιμένει. Κι αυτός τότε ανταποκρίθηκε τρυφερά, αμέτρητες φορές. Στη συνέχεια κάθισαν αντικριστά στον κίτρινο καναπέ της κουζίνας και άρχισαν να περιεργάζονται με όραση και αφή τα πρόσωπά τους. Σιωπηλά αφοσιωμένοι στην κάθε λεπτομέρεια. Αυτό το πρωτόγνωρο τελετουργικό προσέγγισης κράτησε τρία; Πέντε; Ίσως να ήταν και δέκα λεπτά; Η Ελπίδα είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν υπήρχε ούτε χθες ούτε αύριο παρά μονάχα το παρόν. Ακολούθησαν στιγμές γεμάτες γέλια, φιλιά, συγκίνηση και έρωτα που συγκλόνισε το μυαλό και το κορμί της. Βόλτες, ρομαντικά τοπία που τώρα έπαιρναν νέα όψη.

Είχε μπει πια ο Ιούνης. Την κάλεσε να γνωρίσει τον δικό του κόσμο, στην Αθήνα. Ευκαιρία, μιας και ο Φοίβος θα πήγαινε διακοπές με τον μπαμπά του. Ο Ορφέας δούλευε τις καθημερινές και η Ελπίδα λαχταρούσε την ώρα που γυρνούσε από τη δουλειά του. Όσο έλειπε αυτή έκανε βόλτες στη γειτονιά του, μαγείρευε, ετοίμαζε μικρές εκπλήξεις με επιδόρπια και με σαλάτες. Ένας χαμογελαστός Ορφέας, ασυνήθιστος σε όλα αυτά, και μια Ελπίδα γεμάτη από δόσιμο.

Ένα απόγευμα που βρέθηκαν στο Πασαλιμάνι για καφέ ήρθε και κάθισε και ένα άλλο ζευγάρι εκεί κοντά. Η γυναίκα έγκυος. Το τοπίο, το ζευγάρι, σκέψεις για το τί να κάνει αυτή τη στιγμή ο μικρός Φοίβος έφεραν μια μελαγχολία στην Ελπίδα.

Το αμέσως επόμενο Σαββατοκύριακο την επισκέφτηκε και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Το πρώτο τους μπάνιο σε μία ήσυχη, απομακρυσμένη παραλία της Χαλκιδικής. Η Ελπίδα λάτρευε τα μακριά βρεγμένα από τη θάλασσα μαλλιά του. Βγαίνοντας από τη θάλασσα αγκαλιάστηκαν και κοιτάχτηκαν για ώρα στα μάτια. «Δε χρειάζεται να πούμε κάτι”» της είπε, ενώ το βλέμμα του τη χάιδευε απαλά και της ζέσταινε την καρδιά. Πέρασαν ώρες ολόκληρες με τρυφερά αγγίγματα, βλέμματα και σιωπηλές υποσχέσεις. Όταν συνειδητοποίησαν πως καλό θα ήταν να φύγουν είχε ήδη σουρουπώσει! Κατά τα μεσάνυχτα έφτασαν στο σπίτι. Παρά την κόπωση από το μακρινό δρομολόγιο, τον ήλιο και τη θάλασσα όταν έφτασαν σπίτι παραδόθηκαν στον έρωτά τους μέχρι τα χαράματα.

Στις οχτώ το πρωί η Ελπίδα άνοιξε τα μάτια της και διαπίστωσε πως ο Ορφέας δεν ήταν εκεί. Προχώρησε προς στο σαλόνι και το είδε ξαπλωμένο και σιωπηλό στον δερμάτινο καναπέ του καθιστικού. Την είχε δει αλλά δεν έσπαγε τη σιωπή του. «Έχεις κάτι;» τον ρώτησε δειλά. Αφού ο Ορφέας αναστέναξε μερικές φορές αποκάλυψε: «Δεν μπορώ, Ελπίδα… πνίγομαι! Δεν αντέχω τη σχέση. Θα δένομαι και θα είναι πιο δύσκολα. Φεύγω.» Η Ελπίδα, παρακολουθούσε σοκαρισμένη την αντίδρασή του και προσπαθούσε απεγνωσμένα να τον αποτρέψει. Μάταια όμως. Ο Ορφέας είχε έτοιμη τη βαλίτσα του, έτοιμος για την αναχώρηση. «Πες μου κάτι όμορφο» ήταν η τελευταία της παράκληση. Αυτός της ψιθύρισε: «Παραλίγο να σ’ αγαπήσω…».

Η θλίψη του χωρισμού προκαλούσε στην Ελπίδα όχι μόνο ψυχικό αλλά και σωματικό πόνο. Όλο της το είναι συμμετείχε στην απώλεια του έρωτά της. Δεν μπορούσε ακόμα να συλλάβει το σκηνικό της φυγής του Ορφέα. Τελικά υπέκυψε και του τηλεφώνησε. Και μόνο στο άκουσμα της φωνής του ένιωθε σαν τον εξαρτημένο που παίρνει τη δόση του. Ο Ορφέας εκδήλωνε επίσης συναισθήματα απέναντί της. Νοιάξιμο, επιθυμία να τη δει. «Όποτε θες να έρθεις», της έλεγε, δίχως να θίγει θέμα επανασύνδεσης. Η Ελπίδα άρχισε να διχάζεται.

Ήταν μέσα Αυγούστου, μία μέρα πριν τα γενέθλιά του όταν του τηλεφώνησε: «Μου λείπεις. Θα ήθελα να σε δω”»ομολόγησε διστακτικά. «Κι εγώ. Έλα…» την ενθάρρυνε αυτός. Δίχως να γνωρίζει τι σημαίνει αυτό και πού θα οδηγήσει, έκανε ένα μπάνιο, μάζεψε λίγα ρούχα και καλλυντικά, μπήκε στο αμάξι και κατευθύνθηκε προς το Κτελ. Ακόμα και όταν κάθισε στο πούλμαν δεν είχε ή δεν ήθελε να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει η επερχόμενη αυτή συνάντηση.

Μόλις είδε τη γνωστή και αγαπημένη φιγούρα του Ορφέα να την περιμένει στο Κτελ και να της χαμογελάει, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σε αφύσικους ρυθμούς. Η σφιχτή αγκαλιά, το ατέλειωτο φιλί του Ορφέα που αδιαφορούσε για τα βλέμματα του πλήθους, φανέρωναν πάθος, έλλειψη και την έκαναν να τρέμει από συγκίνηση. Φτάνοντας στο σπίτι του δεν καθυστέρησαν να αγγίξουν ο ένας το σώμα του άλλου. Ο πόθος ήταν εκεί όπως από την πρώτη στιγμή. Η αίσθηση των αγγιγμάτων την ανακούφιζε και την ικανοποιούσε ψυχικά και σωματικά. Της είχε λείψει. Όχι μόνο ο έρωτας αλλά το πρόσωπό του, η φωνή του, ολόκληρος. Μετά από αυτό το ονειρεμένο διήμερο ακολούθησαν κι άλλα. Το ερώτημα «και τώρα είμαστε μαζί;» δεν τολμούσε η Ελπίδα να το θέσει. Μπροστά στο ενδεχόμενο να τον χάσει για πάντα προτιμούσε να παραμείνει σιωπηλή και να ζήσει απλά και άλλες στιγμές μαζί του.

Ο Ορφέας από τη μία την ήθελε και την τραβούσε κοντά του. «Δεν θέλω να σε χάσω» της επαναλάμβανε. Μα μόλις πλησίαζαν επικίνδυνα, μόλις ένιωθε την απειλή της αγάπης, την έδιωχνε ή το ξαναέβαζε στα πόδια. Πάντα διαφορετικά, πάντα αιφνιδιαστικά. Κάποια στιγμή μέσα στο φθινόπωρο η Ελπίδα είχε χάσει το λογαριασμό. Ήταν μαζί ή όχι; Είχαν χωρίσει ήδη πόσες; Τρεις; Τέσσερις φορές; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι στη σχέση αυτή ένιωθε σαν να είναι ανεβασμένη σε τρενάκι του λούνα παρκ. Δεν υπήρχε ευθεία πορεία,παρά μονάχα απότομο ύψος, τρομακτικό βάθος, στροφές ατελείωτες. Θα έβρισκε άραγε τον τρόπο να αποβιβαστεί από αυτό το βαγόνι που δεν έλεγε να φρενάρει; Θα μπορούσε να πηδήξει. Ποιος όμως της εγγυόταν πως θα επιβίωνε από την πτώση;

«Φοίβο, αγάπη μου, είσαι έτοιμος; Ο Μάριος και ο Νικόλας σε περιμένουν στην είσοδο». Ο δεκαπεντάχρονος, ευδιάθετος, ήρθε κοντά στη μητέρα του, και την αποχαιρέτησε κλείνοντάς της το μάτι.
«Πάει, μεγάλωσε και το παιδί μου!» συνειδητοποίησε. Τελευταία ένιωθε όλο και πιο χαρούμενη με τη διαπίστωση πως ο γιος της είχε μάθει τι σημαίνει δέχομαι και προσφέρω αγάπη σε κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους. Ικανότητα όχι αυτονόητη. Σχεδόν αυτόματα της ήρθε στο νου εκείνο το καλοκαίρι και ο άνθρωπος που φοβόταν την αγάπη. Ο Ορφέας.

«Τι έρωτας κι αυτός! Αλλά αδιέξοδος. Χαίρομαι που μπόρεσα να τον ζήσω. Κι ας πληγώθηκα. Τελικά κατάφερα να πηδήξω από εκείνο το βαγόνι του λούνα παρκ. Η πτώση που τόσο φοβόμουν πόνεσε πολύ. Αλλά επιβίωσα!», μονολόγησε ικανοποιημένη.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ειρήνης και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!