Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, χρωμάτιζα με πάθος τα πάντα.

Αρχικά, από αντίδραση στην εμμονή της μάνας μου για το μαύρο.

Αφού έφυγε ο μπαμπάς μπήκε το μαύρο στη ζωή μας για τα καλά. Μαύρα ρούχα, μαύρη ζωή, μαύρη ψυχή. Δεν την άντεχε τη μαυρίλα η παιδική μου ψυχή και επαναστατούσε μπογιατίζοντας τα πάντα. Τετράδια, βιβλία, το κεφαλάρι του κρεβατιού μου, τους τοίχους του σπιτιού.

Όσο μεγάλωνα, από αντίδραση στο μονότονο και μονόχρωμο των ανθρώπων γύρω μου, αποφάσισα να χρωματίσω και τη ζωή μου.

Και δώσ’ του χρωματιστά τετράδια για τη σχολή, χρωματιστά ρούχα και χρωματιστές φίλες. Κι ας φώναζαν τα μπεζουλί, άχρωμα και άοσμα ανθρωπάκια δίπλα μου «Ένα χρώμα διάλεξε, δεν μπορείς να τα έχεις όλα!»

Βρε, τι μας λες που δε μπορώ να τα έχω όλα! Βλέπε και παίρνε μαθήματα.

Και κάπως έτσι ερωτεύτηκα μέσα στα χρώματα κι έγινα χρώμα και η ίδια. Γιατί όταν ερωτεύεσαι αλλάζεις.

Γνώρισα έναν τύπο –έναν πολύ ενδιαφέρον τύπο– που από καιρό σε καιρό άλλαζε χρώμα μέσα στα μάτια μου.

Τον γνώρισα μπλε, το χρώμα του ενδιαφέροντος και της ελευθερίας.

Αγαπημένο χρώμα. Και όσο περισσότερο τον γνώριζα, τόσο απελευθερωνόμουν και ταξίδευα σε θάλασσες μπλε και ουρανούς καταγάλανους, με ευνοϊκό αεράκι και βίρα τις άγκυρες!

Με ταξίδεψε σε μέρη ανεξερεύνητα και σιγά σιγά άρχισε να αλλάζει χρώμα.

Να γίνεται σκούρος μπλε. Το χρώμα του αταξίδευτου ωκεανού, εκεί που δεν έχει πατήσει ποτέ κανείς. Μέσα από το σκούρο μπλε του γνώρισα τους φόβους του κι αυτά που δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί τα βράδια.

Κάθε φορά που μου έδειχνε έναν εφιάλτη, του πατούσα μια άσπρη πινελιά από την αθωότητά μου και τον ξαναγυρνούσα στο μπλε τ’ ανοιχτό. Να μη φοβάται.

Παράλληλα άλλαζα κι εγώ.

Από το άσπρο της παιδικής αθωότητας και της αγνότητας, πέρασα στο ροζ του ονείρου και του παραμυθιού.

Καμβάς στα χέρια του ζωγράφου μου, αφέθηκα να με ζωγραφίσει όπως θέλει αυτός. Δεν κράτησα καμία εξουσία για τον εαυτό μου και μέσα από τα χέρια και τη ματιά κάποιου άλλου έγινα κάτι ξεχωριστό.

Κάτι πολύχρωμα διαφορετικό, κάτι χρωματισμένο από την εκάστοτε διάθεση του δημιουργού μου. Κι έτσι πρασίνιζα ώρες ώρες από ζήλια και κοκκίνιζα από θυμό, αλλά πάντα επέστρεφα στο ροζ μου.

Μόνο που το ροζ μου άρχισε ν’ αλλάζει κι από χρώμα ανάλαφρο και χαρωπό, άρχισε να σκουραίνει, να βαθαίνει, να σκοτεινιάζει. Τώρα θυμίζει περισσότερο μπορντό.

Τρόμαξα στην αρχή, νόμιζα πως μαύριζε η ψυχή μου και το φοβόμουν το μαύρο, δεν το ‘θελα. Κατάλοιπο των παιδικών μου χρόνων, βλέπεις.

Του το ‘πα του χρωματιστού μου ότι το ροζάκι μου σοβάρεψε και είναι βαρύ τώρα και φοβάμαι.

Γέλασε αυτός με την άγνοιά μου και αποκρίθηκε, «Δεν είναι μαύρο το χρώμα σου μωρό μου. Δες πιο προσεκτικά. Να εκεί. Αγκάλιασες τους φόβους μου τους σκούρους μπλε κι άλλαξες. Γίνεσαι ένα με τους φόβους μου και τώρα γίνεσαι κι εσύ ο δικός μου φόβος.»  

Δεν κατάλαβα τι ήθελε να μου πει, μα κούνησα το κεφάλι καταφατικά, μη μου σκουρύνει πάλι.

Το χρώμα μου το καινούριο με τον καιρό το ‘νιωθα να στρώνει καλύτερα πάνω μου από το ροζ. Πιο σταθερό, πιο σίγουρο χρώμα το σκούρο κόκκινο. Καλύπτει μπαλώματα και τρύπες, δεν αφήνει χαραμάδες, χρώμα απόλυτο, απαιτητικό που δεν αφήνει χώρο γι’ άλλα.

Μέσα στην παλέτα αυτή ζήσαμε τρία χρόνια. Δώσαμε και πήραμε χρώματα ο ένας από τον άλλο, τα αναμείξαμε, δημιουργήσαμε καινούρια χρώματα, δικά μας, λερωθήκαμε μ’ αυτά, πασαλειφτήκαμε και πάλι απ’ την αρχή.

Τον τελευταίο καιρό, ο χρωματιστός μου άρχισε να ξεθωριάζει. Δεν τον αναγνώριζα πια.

Σκέφτηκα πως μου αρρώστησε και προσπάθησα να τον φτιάξω. Τι καινούρια χρώματα του πήρα, τι με τα παλιά προσπάθησα, τίποτα ο δικός μου.

Μέρα με τη μέρα έχανε το χρώμα του, γινόταν αδιάφορος, υποτονικός, ένα με τα μπεζουλί ανθρωπάκια που μου φώναζαν να διαλέξω. Μέχρι που μια μέρα σταμάτησε να τον ενδιαφέρει και το δικό μου χρώμα.

Πήρε την παλέτα του, το άδειο του χρώμα, πήρε και τα δικά μου χρώματα και εξαφανίστηκε. Μόνο το μαύρο μου άφησε, δεν το χρειαζόταν, είπε.

Και αφού δε μπορούσα να θυμώσω με το ζωγράφο, έριξα το φταίξιμο στα χρώματα.

Τι ήθελαν και μπήκαν στη ζωή μου, κακιά η ώρα και η στιγμή, να φύγουν και να μην ξαναγυρίσουν αναμασούσε το μυαλό μου μέρες και νύχτες ολάκερες.

Πήρα και εγώ το φόβο μου αγκαλιά και το κόλλησα το μαύρο μου παντού. Να μάθουν τα χρώματα.

Τ’ αγάπησα το μαύρο μου, το φορούσα καπέλο και το κυκλοφορούσα έξω με περηφάνια.

Ώσπου είδα τυχαία στο δρόμο μια μέρα τον χρωματιστό μου. Τι χρωματιστό δηλαδή, κόντεψα να μην τον αναγνωρίσω.

Εκρού, το χρώμα του νεκρού ο κύριος.

Και ενώ γελούσα χαιρέκακα επιδεικνύοντας το Μαύρο μου, έπιασα να μετρώ τις διαφορές μας.

Μηδέν εις το πηλίκον. Λοιπόν, αυτά που κοροϊδεύω δε θέλω να τα λούζομαι. Kι επειδή αρνούμαι να διαλέξω ένα χρώμα ενώ μπορώ να τα έχω όλα, πιάνω το πινέλο και ξεκινάω απ’ την αρχή.

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου