Γράφει η Μαρία Αγοραστού.
Απ’ τους περισσότερους ανθρώπους όταν ακούω ή μου λένε διάφορες ιστορίες, παρατηρώ μία τάση να θέλουν όλοι να αιτιολογήσουν ή να δικαιολογήσουν πώς αισθάνονται. Εάν είναι θυμωμένοι, μου λένε ότι νιώθουν άσχημα που είναι θυμωμένοι λες κι ο λόγος που είναι θυμωμένοι δεν είναι αρκετά λογικός και πάντα υπάρχει μια προσδοκία ότι πρέπει να υπάρχει πάντα κάποια λογική πίσω από αυτό που νιώθουν, αλλιώς δε δικαιολογείται το υπάρχον συναίσθημα. Το ίδιο κι όταν νιώθουν πληγωμένοι, προδομένοι, μόνοι κι η λίστα είναι ατέλειωτη.
Και μερικές φορές, όλο αυτό σ’ ένα περιβάλλον ή μια σχέση όπου τα αισθήματα συνεχώς αναιρούνται κι αμφισβητούνται. Δηλαδή δε φτάνει η όλη ματαιότητα και ματαίωση μια τέτοιας σχέσης, πρέπει να περάσουν και το υπόλοιπο της ζωής τους δικαιολογώντας τον εαυτό τους στους ίδιους.
Υπάρχει μια παρανόηση κι ενοχοποίηση εκεί έξω ότι τα αρνητικά αισθήματα δε δικαιολογούνται να υπάρχουν εκτός κι αν υφίσταται κάποιος τραγικός κι ίσως πολύ σοβαρός λόγος.
Το να μπαίνουμε συνεχώς στη διαδικασία να αιτιολογούμε τα συναισθήματά μας στον εαυτό μας και στους άλλους –εκτός του ότι είναι εξουθενωτικό– μας αφαιρεί και τη δύναμή μας γιατί μας βάζει σε μια διαδικασία όπου συνεχώς παλεύουμε με τους εαυτούς μας, λες κι είμαστε κάτι λάθος το οποίο πρέπει να νομιμοποιήσει την ύπαρξή του για να κάνει ή να νιώσει ακόμη και τα πιο βασικά συναισθήματα, βάζοντας τους εαυτούς μας σε μια ακροαματική διαδικασία όπου είμαστε κι ο δικαστής κι ο εισαγγελέας κι οι ένορκοι.
Δεν είναι αυτός τρόπος να ζει κάποιος. Και δεν αξίζει και σε κανέναν να ζει έτσι. Γιατί πρέπει να αποδείξετε ότι αυτό που αισθάνεστε είναι σωστό και λογικό; Είναι αισθήματα. Το πώς νιώθουμε είναι το πώς νιώθουμε. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Το πώς νιώθουμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή ή για κάποια περίοδο της ζωής μας, δεν είναι μια νομοτελειακή δήλωση για το μέλλον. Το πώς νιώθουμε σήμερα για μια κατάσταση ή για κάποιο πρόσωπο, δεν είναι απαραίτητο ότι θα είναι το ίδιο σε μερικές μέρες, εβδομάδες ή ακόμη κι αύριο το πρωί. Τα συναισθήματα δεν είναι δεδομένα ή μόνιμα και δεν έχουν σκοπό να είναι.
Αν –αντί να τα καβαλάμε σαν τον Ζορό ή να τα καταπιέζουμε απαιτώντας απ’ τους εαυτούς μας να δικαιολογήσει γιατί τα νιώθει– επιτρέψουμε στα αισθήματα και στις σκέψεις μας να έρθουν στην επιφάνεια, μόνο τότε θα μπορέσουμε να δώσουμε στους εαυτούς μας την ευκαιρία να νιώσει συμπόνια για εμάς και να εξερευνήσουμε από πού προέρχονται κι αυτό από μόνο του μας δίνει μια άλλη προοπτική.
Δε θα μπορέσουμε να μάθουμε και πάρα πολλά με το να μισούμε κάθε συναίσθημα που νιώθουμε το οποίο δεν περνάει κάποιο φανταστικό κριτήριο που εμείς έχουμε δημιουργήσει για να μας αποδεχτούμε ή να μας αποδεχτούν οι άλλοι – αν φυσικά μπορούσαν να διαβάσουν το μυαλό μας.
Αυτά που νιώθουμε έχουν δυναμική. Ναι, κυριολεκτικά μετακινούνται και ναι, επιστρέφουν ανάλογα με τους χειρισμούς μας και την κατάσταση. Τα αισθήματά μας δεν είναι μια σφαλιάρα που απλώς τη δεχόμαστε και μετά καθαρίσαμε. Κάθε φορά που κάποιο συναίσθημα επιστρέφει είναι μια ευκαιρία να το κατανοήσουμε και να αντιδράσουμε σε αυτό με ένα διαφορετικό και –γιατί όχι– καλύτερο τρόπο που θα είναι πιο υγιής και θα μας ηρεμεί.
Τα αισθήματά μας δεν είναι άμεσα κατανοητά ή λογικά, αλλά όταν τους δίνουμε λίγο χρόνο κι αρχίζουμε να τα αναγνωρίζουμε και να δεχόμαστε γι’ αυτό που είναι, με τον καιρό αυτή η λογική θα μας αποκαλυφθεί ή μπορεί να ήταν μια πολύ ενστικτώδης αντίδραση σε κάτι που έπρεπε να νιώσουμε για τη δική μας προστασία.
Η συνεχής αιτιολόγηση του πώς νιώθουμε, μας κάνει να επικεντρωνόμαστε σε «σωστό» και «λάθος» και στη διαδικασία να χτίζουμε τα επιχειρήματά μας γύρω από αυτές τις παραμέτρους. Όταν αιτιολογούμε τους εαυτούς μας στους άλλους, το πιο πιθανό είναι να κάνουμε τόση πολλή προσπάθεια να πούμε αυτά που οι άλλοι θέλουν να ακούσουν που αυτόματα δε σεβόμαστε ούτε το πώς νιώθουμε ούτε τη θέση μας.
Όταν αιτιολογούμε το πώς νιώθουμε, πάντα βάζουμε τους εαυτούς μας σε μια θέση όπου πρέπει να αποδείξουμε κάτι, είτε να αποδείξουμε την αξία μας ή την εγκυρότητα των αισθημάτων και των σκέψεών μας. Με το να ψάχνουμε συμμάχους και να παλεύουμε ταυτόχρονα με τους εαυτούς μας, καταλήγουμε να προσπαθούμε να κερδίσουμε την επιβεβαίωση των άλλων, ή καταλήγουμε σε σχέσεις που μας μειώνουν και μας κάνουν να χάνουμε και τα τελευταία κομμάτια της ταυτότητάς μας.
Φυσικά κι όλο αυτό δε σημαίνει ότι έχουμε το δικαίωμα να κόβουμε και να ράβουμε αυτά που νιώθουμε και να εκμεταλλευόμαστε τις προθέσεις των άλλων. Αλλά το να είμαστε πιο συνειδητοί γι’ αυτό που νιώθουμε εκείνη τη στιγμή που συμβαίνει και να μπορέσουμε να πούμε «ναι είμαι θυμωμένος, πληγωμένος, τσαντισμένος» χωρίς να νιώθουμε την ανάγκη να μαζευτούμε στη γωνία και να αρχίσουμε να αιτιολογούμε το γιατί τα νιώθουμε όλα αυτά.
Το πώς νιώθουμε είναι το πώς νιώθουμε εκείνη τη στιγμή. Μπορεί να είναι σωστό, μπορεί κι όχι, αλλά δεν πρόκειται να εξελιχτούμε ούτε να εξελίξουμε το πώς νιώθουμε και αντιδράμε αν δεν μας επιτρέπουμε να νιώσουμε.