Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει ο Δήμος Νάνος.

 

Η ιδιαίτερη λύτρωση από τη μοναξιά που σου χαρίζει τόσο απλόχερα ο χειμώνας, μια έντονη αίσθηση ελευθερίας, αμέτρητη διασκέδαση με την παρέα σου, ο καυτός ήλιος ο οποίος φλερτάρει μ’ εσένα παρέα σε μια παραδεισένια παραλία, οι διακοπές για μια ανάσα ζωής ή μια ανάσα τυπικής ανακούφισης από την καθημερινότητα αποτελούν καταστάσεις, σκέψεις και λέξεις που περιγράφουν ένα τυπικό καλοκαίρι στην χώρας μας με μια όμως μικρή διαφορά. Ότι σ’ ένα δικό μου καλοκαίρι υπήρξε «αυτή».

Ένα καλοκαίρι λοιπόν, πριν δυο χρόνια περίπου, ένα καλοκαίρι που αρχικά θύμιζε κάτι μονότονο, μετατράπηκε σε κάτι ξεχωριστό. Δεν ήταν λίγες οι τότε ώρες εργασίας μου, αν κάποιος υπολογίσει ότι τελείωνα μετά τις δύο το βράδυ. Είχα όμως παρέα «αυτή», μια παρέα που μου έκανε συντροφιά από τις πρώτες πρωινές ώρες μέχρι να κλείσω τα μάτια μου και να τα ανοίξω την επόμενη μέρα, μια παρέα που την είχα μόνο τηλεφωνικά, δεν είχα δει ποτέ πως μοιάζει εφόσον ήταν από μια μακρινή πόλη της νότιας Ελλάδος και είχα την τιμή να γνωρίσω διαδικτυακά.

Ποτέ μου δεν πίστευα πως θα μπορούσε μια τυπική γνωριμία μέσω Ίντερνετ, όπως χιλιάδες άλλες, ν’ αλλάξει εκείνο το καλοκαίρι και να την αναλύω μαζί σας. Ήταν μια απόδειξη ζωής για εμένα, μια απόδειξη πως οι άνθρωποι ακόμα και σ’ αυτή την σκληρή εποχή υπάρχει πιθανότητα να επιθυμούν μαζί σου μια στιγμή, μια ματιά, τίποτα παραπάνω.

Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες συνεχόμενης επικοινωνίας, δύο μήνες που με συντρόφευε μια όμορφη φωνή, ένας απίστευτα γλυκός χαρακτήρας με μια έντονη επιθυμία που δεν την έλεγε, αλλά εγώ την ένιωθα μέρα με την μέρα να αυξάνει. «Θέλω να σε δω»…

Μιλούσαμε για ποίηση, για λογοτεχνία. Πολλές φορές και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μου είπε για τους προβληματισμούς της, για τους φόβους της, πως ένιωθε άνετα μαζί μου ακόμα και αν δε με ξέρει, πως είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που της βγάζω κάτι τέτοιο και πως με θεωρεί κάτι καρμικό.

Ένιωσα μαζί της πως την ξέρω από μια ζωή που δε θυμάμαι, ίσως αιώνες πριν. Είχε πολύ όμορφες ανησυχίες, ελάχιστα θέλω και απαιτήσεις από τη ζωή της, ήταν τόσο απλή και ταυτόχρονα τόσο μοναδική στις λύπες και τις χαρές της.

Τον πρώτο μήνα, την ερωτεύτηκα χωρίς γυρισμό. Της το είπα χωρίς να το σκεφτώ, μιας και το μοναδικό πράγμα που γυρνούσε μέσα στο μυαλό μου ήταν αυτή, η φωνή της, το χαμόγελό της. Την ερωτεύτηκα παραπάνω από ότι αν την είχα δίπλα μου, ξυπνούσα κάθε πρωί συντροφιά με ένα όμορφο χαμόγελο χωρίς να το επιδιώκω, γιατί ήξερα ότι θα ακούσω το χαμόγελό της.

Την ημέρα που της είπα για τα συναισθήματά μου, δεν ένιωσα σε καμία περίπτωση πως την πείραξε ή ότι τα έχασε αλλά πήρα μια άμεση απάντηση που ένιωσα βαθιά, «δεν πιστεύω ότι μου συμβαίνει αλλά κι εγώ». Εκεί ο χρόνος σταμάτησε, οι φωνές μας έγιναν ένα με το άπειρο του σύμπαντος. Για τουλάχιστον 5 λεπτά δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε ότι μας συμβαίνει κάτι τόσο έντονο και ξεχωριστό, ότι είναι αμοιβαίο.

Φοβόμασταν όμως. Φοβόμασταν για το πώς θα νιώθαμε όταν τελικά θα βρεθούμε και θα δούμε από κοντά ο ένας τον άλλον, ότι για να είναι τόσο έντονο από μακριά, από κοντά θα γινόταν στην κυριολεξία έκρηξη. Δεν με ένοιαζε ούτε τι θα αντικρίσω, ούτε τι θα δω, παρά μόνο ότι επιτέλους θα δώ αυτή.

Λένε πως ο έρωτας σε κάνει να βλέπεις τον άλλον ως μια τελειότητα, χωρίς αρνητικά στοιχεία, αλλά ακόμα κι έτσι να είναι, μου άρεσε που ήμουν θύμα του έρωτα και ακόμα πιο πολύ που ένιωθα σαν πιόνι ενός παιχνιδιού της μοίρας. Δεν αντέξαμε για παραπάνω από έναν μήνα ώσπου ένα πρωινό μιας Δευτέρας, μου είπε στο τηλέφωνο πως θέλει να με δει από κοντά την ερχόμενη Παρασκευή κιόλας. Το στομάχι μου έγινε κόμπος. Ένιωσα έναν κρύο ιδρώτα να με λούζει. Της απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη «πότε θες να έρθεις;» Και μου απάντησε με ένα χαμόγελο «όποτε θες, θέλω πολύ να σε δω». Η Παρασκευή έκλεισε σαν ημερομηνία.

Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την εβδομάδα. Είναι από εκείνες τις φορές που θες να περάσει ο χρόνος και δε σου κάνει την χάρη, σε πολεμάει καθημερινά και δεν αφήνει τους δείκτες των ρολογιών να κάνουν τον κύκλο τους. Όσο περνούσαν οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα ένιωθα μια περίεργη αδυναμία. Όσο έβλεπα τον ήλιο να πέφτει και να ξανασηκώνεται μέρα με την μέρα, ένιωσα να βυθίζομαι μαζί του. Ένιωθα το ίδιο και από την πλευρά της. Είχε γίνει κάπως φοβισμένη και αμήχανη όσο περνούσε εκείνη η εβδομάδα αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι, μας είχε παρασύρει και τους δύο μια μαύρη τρύπα δίχως γυρισμό.

Μέχρι που η πολυαναμενόμενη ημέρα ήρθε. Ξύπνησα με μια απίστευτη ταχυκαρδία από τα ξημερώματα. Είχα κανονίσει άδεια από τη δουλειά μου για να έχω τον κατάλληλο χρόνο προετοιμασίας. Έλεγα από μέσα μου πόσο θέλω να έρθει το μεσημέρι να τη δω και ταυτόχρονα φοβόμουν πως δε θ’ αντέξω να μη δείξω την αδυναμία μου μπροστά της. Πέρασαν δύο ώρες, και βρήκα τον εαυτό μου ακόμα να σκέφτεται και να κοιτά στο πουθενά. Μέχρι που έλαβα ένα SMS που έλεγε συνοπτικά «μόλις ξεκίνησα, έρχομαι, σε 4 ώρες θα είμαι στον τοπικό σταθμό».

Εκεί κατάλαβα πως δεν μπορώ να κάνω πίσω, άρχισαν να ετοιμάζομαι αλλά η καρδιά μου δεν έλεγε να σταματήσει. Της απάντησα πως θα είμαι εκεί να την παραλάβω και δώσαμε ένα συγκεκριμένο σημείο συνάντησης για ν’ αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Βρήκα τον εαυτό μου στον σταθμό 10 λεπτά πριν την άφιξη του τρένου της, έτοιμο ψυχολογικά να την περιμένει και με μια καρδιά που χτυπούσε σαν τρελή. Άκουσα να φωνάζουν πως μόλις έφτασε το τρένο, τα πόδια μου κόπηκαν εντελώς, η ανάσα μου λιγόστευε.

Περίμενα λίγα λεπτά και πήγα στο σημείο που είχαμε κανονίσει ραντεβού. Όσο πλησίασα έπαιρνα βαθιές ανάσες και η καρδιά μου έκανε σαν τρελή σε τέτοιο σημείο που νόμιζα ότι θα το καταλάβουν γύρω μου. Σκεφτόμουν τι θα της λέω, πώς θα είμαι, αν θα της αρέσω, αν για κάτι την απογοητεύσω, μέχρι που φτάνοντας δίπλα στο σημείο, είδα μια όμορφη κοπέλα να περιμένει. Φορούσε μια όμορφη κίτρινη μπλούζα, γυαλιά ηλίου και είδα στο βλέμμα της αμηχανία και άγχος. Σε κλάσματα δευτερολέπτου μόλις είδα την αμηχανία στο πρόσωπό της, έφτασα δίπλα της και χωρίς να τη ρωτήσω αν είναι αυτή, της είπα «Καλησπέρα, μάλλον εμένα περιμένεις».

Έβγαλε τα γυαλιά, με κοίταξε βαθιά στα μάτια, την κοίταξα κι εγώ, ένιωσα πως δεν είμαι στη Γη, αλλά σε κάποιον άλλο γαλαξία, έχασα τη φωνή μου για δευτερόλεπτα, το ίδιο και αυτή μέχρι που απάντησε με άγχος «ναι…εσένα περίμενα».

Εκεί ο χρόνος σταμάτησε ακόμα πιο πολύ, πήραμε ένα ταξί και πήγαμε χωρίς ν’ ανταλλάξουμε κουβέντα σπίτι μου. Μόλις ανεβήκαμε, της πρόσφερα νερό, χυμό και της πρότεινα αν θέλει να φάει κάτι. Ανοίξαμε μια γενική κουβέντα σαν να μην είχαμε μιλήσει ποτέ στο παρελθόν… η αμηχανία μας είχε σκοτώσει.

Μέχρι που της πρότεινα να πάμε για έναν καφέ έξω, να πάρουμε αέρα και να τα πούμε καλύτερα. Κι εκεί έγινε το μοιραίο. Σηκωθήκαμε ενώ κοιτούσαμε ο ένας τα μάτια του άλλου, δεν προλάβαμε να κάνουμε ένα βήμα στην πόρτα και βρεθήκαμε σε απόσταση αναπνοής, τα μάτια μας έβγαζαν σπίθες πάθους, της είπα χωρίς να απομακρυνθούμε πόσο χαίρομαι που είναι εδώ και με την απάντηση «για σένα είμαι εδώ» τα χείλη μας έγιναν ένα, φιλιόμασταν για αρκετή ώρα κι ένιωθα συνέχεια πόσο πολύ θέλαμε ο ένας τον άλλον όλο αυτό το διάστημα.

Την είχα στα χέρια μου, έτρεμε, ένιωθα τις καρδιές μας να γίνονται ένα και να χτυπούν δυνατά. Ένιωθα ότι είχα τον κόσμο όλο δικό μου. Έγινε δικιά μου αμέσως κι εγώ δικός της χωρίς να το καταλάβουμε. Τα μάτια μας δεν ξεκόλλησαν να κοιτιούνται. Της έλεγα συνεχώς πόσο τη θέλω και πόσο ξεχωριστά με έχει κάνει να νιώθω. πως είναι μια απόδειξη ότι εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται γι’ αυτό που μπορείς να τους προσφέρεις και όχι μόνο για αυτό που λες ότι μπορείς να δώσεις, με έκανε να νιώθω ξεχωριστός για αυτό που είμαι και την αγάπησα γι’ αυτό που είναι, μια όμορφη ιδιαίτερη ύπαρξη, η νεράιδα των ονείρων μου όπως την αποκαλούσα.

Περάσαμε όμορφα και άσχημα μαζί σχεδόν δύο χρόνια και με την απόσταση να μη βοηθά. Εύχομαι να είναι πάντοτε καλά, και θα είμαι εκεί γι’ αυτή όποτε με χρειαστεί. Όπως της έχω πει, το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι ήταν λόγω αυτής και δεν πρόκειται να το βγάλω από τη μνήμη μου ποτέ. Είμαι δικός της ακόμα, κάποια πράγματα δε σβήνονται λόγω απόστασης. Σ’αγαπώ ακόμα κι ευχαριστώ για το πιο όμορφο καλοκαίρι που μου χάρισες…

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία του Δήμου και χάρισέ του ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!