Πολλοί ισχυρίζονται πως ο σαρκασμός είναι δείγμα εξυπνάδας, γοητείας κι επιτυχίας. Πως ένας άνθρωπος εύστροφος είναι σε θέση να παρέχει άμεσες απαντήσεις σε ό,τι κι αν ειπωθεί, να επιδεικνύει την ευελιξία του στο λόγο, να ξεφεύγει από συζητήσεις και να καθοδηγεί άλλες. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι θεωρητικά ένας άνθρωπος με χιούμορ κι αυτοπεποίθηση. Δε διστάζει να εξωτερικεύσει ατάκες που καίνε, που απαιτούν ένα ψηλό δείκτη ευφυίας ούτως ώστε να παραχθούν. Φυσικά αυτό ισχύει, καθώς όσο περίπλοκη η σκέψη τόσο ευφυές και το άτομο. Σπιρτόζος, έξυπνος, οξυδερκής άνθρωπος, ναι. Ανασφαλής; Ίσως. Κι αν η απάντηση είναι κι εδώ θετική, τότε ο σαρκασμός μπορεί να θεωρηθεί ως μέσο άμυνας. Ένας μηχανισμός προστασίας, μια ασπίδα που τον χωρίζει απ’τον κόσμο.

Ο σαρκασμός ως μηχανισμός άμυνας αποτελεί ένα αόρατο τζάμι που τοποθετεί το άτομο ανάμεσα σε αυτό και το συνομιλητή. Έτσι που τα πυρά να οδηγούνται μονόπλευρα. Το άτομο βομβαρδίζει με σαρκαστικά σχόλια, αστεία που κρύβουν δόσεις αλήθειας, μεταμφιεσμένα σε ελαφρότητες και χιούμορ. Κι όταν οι πιθανότητες έκρηξης απ’ την άλλη πλευρά ανέβουν, τότε εκείνο το πυρίμαχο τζάμι δεν επιτρέπει στα σχόλια να περάσουν στο άτομο αυτό. Γιατί έχει ήδη προνοήσει, έχει προστατευτεί μέσω του σαρκασμού του, έχει ήδη ασφαλίσει τον εαυτό του.

Ο σαρκασμός επίσης, εκείνη η ευέλικτη ικανότητα, μπορεί να αποτελέσει μέσο απόκρυψης συναισθημάτων. Ένας άνθρωπος πιθανό να παρουσιάζεται ως ο χαλαρός αστείος τύπος, που έχει έτοιμη απάντηση για όλα. Αρέσκεται στο να κορδώνεται για την εξυπνάδα και την ετοιμολογία του και ποτέ δεν καταφέρνεις να «βγεις από πάνω», να έχεις τον τελευταίο λόγο σ’ένα διάλογο μαζί του. Είναι όμως πράγματι το άτομο εκείνο μόνιμα σ’ εγρήγορση, σε μια light διάθεση όπως τον κάνουν να φαίνεται τα σχόλιά του; Ή μήπως η ετοιμολογία του το βοηθά να κρύψει συναισθήματα που ίσως τον κάνουν να φανεί ευάλωτος κι έτσι να ραγίσει την ασπίδα του; Ένας άνθρωπος που σαρκάζεται, δεν είναι απαραίτητα κι αναίσθητος. Απλώς να, ίσως να φοβάται να είναι κάτι άλλο. Ίσως να τρέμει την απόρριψη, ή να σκέφτεται ότι θα πληγωθεί. Να προσπαθεί ν’ αποφύγει την έκθεση, γιατί έτσι θα γίνει «αδύναμος», ένας εύκολος στόχος προς κατάρριψη.

Επιπλέον σκέψου να προσπαθείς επί ματαίω να εκνευρίσεις ένα τέτοιο άτομο. Δε νομίζω πως θα μπορέσεις εύκολα να βγάλεις αυτόν τον άνθρωπο απ’τη νιρβάνα του, καθώς οι ατάκες του θα το βοηθούν να αποφεύγει το θυμό. Όταν η κάθε συζήτηση θα παίρνει χιουμοριστική τροπή, τότε η σοβαρότητα κι οι καυγάδες δεν θα αποτελούν την κατάληξη κάποιας διαφωνίας. Έλα που ίσως να μην καταλάβεις καν ότι διαφωνεί μαζί σου, καθώς θα το κάνει να φαίνεται τόσο περίτεχνο, ως τρόπο διατήρησης της ηρεμίας του μυαλού του. Κι έτσι θα φροντίσει να προστατεύσει το μέσα του, να διατηρήσει την πνευματική του ισορροπία.

Ο George Valliant, Αμερικανός ψυχίατρος, προσπάθησε με κάποιον τρόπο να διαχωρίσει τους μηχανισμούς άμυνας της ανθρώπινης ψυχολογίας. Τους κατέταξε σε διαφορετικά επίπεδα, με βάση τις ομάδες ανθρώπων στις οποίες κυρίως διαφαίνονται, αλλά και κάποια χαρακτηριστικά αυτών. Στο επίπεδο ΙΙ με βάση τον επιστήμονα, βρίσκονται οι «ανώριμοι» μηχανισμοί άμυνας. Εκείνοι που μπορεί να παρουσιαστούν σ’ όλες τις ηλικίες και χαρακτηρίζονται ως «Παθητική Επιθετικότητα». Ο σαρκασμός, είναι ένας τρόπος με τον οποίο εκφράζεται αυτή η τάση. Άρα ναι μεν, ο σαρκασμός μπορεί να αντιμετωπισθεί ως ένας μηχανισμός άμυνας, μια προσπάθεια του ατόμου να προστατευτεί, αυτό όμως δε σημαίνει πως πρόκειται για ορθή τακτική.

Υπάρχουν πάμπολλα ρητά περί σαρκασμού, πολλοί περήφανα δηλώνουμε πως αυτοί που δεν τον καταλαβαίνουν είναι που τον κατακρίνουν. Πως δε φτάνουν σ’ εκείνο το υψηλό επίπεδο νόησης έτσι ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν ένα σαρκαστικό σχόλιο, ν’ αντιληφθούν πότε το άτομο ίσως να μην κυριολεκτεί. Είναι όμως κι η άλλη πλευρά που μας λέει πως εκείνος που σαρκάζεται, δεν είναι απαραίτητα ο πιο δυνατός. Είναι ίσως ο «αδύναμος», εκείνος που χρειάζεται μια έξτρα πανοπλία για να προχωρήσει μπροστά. Κι ο σαρκασμός που του παρέχει το μυαλό του, είναι αυτή η επιπλέον προστασία.

Συντάκτης: Άνδρη Χριστοφή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου