Τι χωρίζει τη ζωή απ’ τον θάνατο; Μια λεπτή κλωστή που αιωρείται τεντωμένη, που από στιγμή σε στιγμή είναι έτοιμη να σπάσει.  Δε γνωρίζουμε το πότε, δε γνωρίζουμε το πώς.  Να είσαι αυτή η κλωστή και να μην μπορείς να σωθείς, να μην μπορείς να σε σώσεις.  Δεν ξέρεις πότε θα έρθει αυτή η στιγμή, πώς να την εμποδίσεις απ’ το να μην έρθει. Δεν μπορείς.

Γι’ αυτό ζεις ό,τι σου ξημερώνει, με τις χαρές, τις λύπες, τα σάπια και τα μίζερα ξενύχτια, τα ανθισμένα πρωινά και τα χλιαρά απογεύματα -γιατί αυτή είναι η ζωή, μια πάστα σοκολάτας που πικρίζει!  Που αντί για γλύκα αφήνει μια πικρή αίσθηση στον ουρανίσκο.  Σε κάποιους είναι ανεπαίσθητη και σε άλλους πιο έντονη αναλόγως απ’ το πόσο βάρος δίνει ο καθένας στα προβλήματά του.

Πόσο πραγματικά εκτιμούμε τη ζωή;  Πόση αξία δίνουμε σε απλά καθημερινά πράγματα που τις πλείστες φορές περνούν απαρατήρητα, αλλά όταν τα χάσουμε ή τα στερηθούμε για λίγο, καταλαβαίνουμε αμέσως τη σημαντικότητά τους;

Μια στάλα είναι η ζωή μας και δεν το ‘χουμε χαμπαριάσει ακόμα. Μόνο όταν επέλθει η στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε μόνο μια ζωή μπροστά μας και δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, θα ξεκινήσουμε να ζούμε πραγματικά. Να νιώθουμε το βαθύτερο νόημα της ζωής μες στο πετσί μας -ως τότε όμως θα ζούμε σε λήθαργο, σαν αρκούδες σε χειμερία νάρκη, μόνο που εμείς θα είμαστε ναρκωμένοι και τις τέσσερις εποχές του χρόνου.

Είμαστε ξύπνιοι, αλλά κοιμόμαστε, περπατάμε, αλλά μένουμε στάσιμοι, χαμογελάμε, αλλά δεν αισθανόμαστε. Αναλωνόμαστε 365 μέρες τον χρόνο αναλογιζόμενοι τα προβλήματά μας. Πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό, καταπιανόμαστε με ανούσιες καταστάσεις και χασομεράμε σε ανώφελους σταθμούς.

Είναι λες και ζούμε μέσα απ’ τα προβλήματά μας. Ξεχάσαμε πώς είναι να μην έχουμε έγνοιες, προβλήματα κι ανησυχίες. Είναι μέρες που ξυπνάμε με ανεξήγητη αισιοδοξία και χαρά και πάλι είναι λες και προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι δεν είναι φυσιολογική τέτοια χαρά -εμείς που είμαστε σε μόνιμη απαισιοδοξία, ξαφνικά αισθανόμαστε καλά; Πώς; Και κάνουμε υπομονή, περιμένοντας με ανυπομονησία στη γωνίτσα την πρώτη αναποδιά, το πρώτο στραβοπάτημα, λες και θέλουμε να θρέψουμε το μίζερο εγώ μας για το πόσο δίκαιο είχαμε τελικά.

Δεν είναι όλα ρόδινα στην ζωή, δεν είναι όλα φτιαγμένα από συννεφάκια και χρυσόσκονη. Αυτό είναι που δεν έχουμε καταλάβει ακόμη.  Όπως ο ουρανός που απ’ τη μία μας ζεσταίνει με τη θέρμη του ήλιου κι απ’ την άλλη σκοτεινιάζει το  όμορφο γαλάζιο του με γκρίζα θεόρατα σύννεφα, σαν μανιασμένο θεριό  που ελευθερώθηκε απ’ τα δεσμά του, τα καταστρέφει όλα στο πέρασμά του.

Δεν είναι τίποτα μόνιμο όμως, κι η μπόρα θα κατευνάσει και τα σύννεφα θα υποχωρήσουν και το γαλάζιο του ουρανού θα ξαναφανεί.  Να και το ουράνιο τόξο μετά που ξεπροβάλλει!  Τώρα βλέπετε την ταύτιση;

Χωρίς καταιγίδα και βροχές, ουράνια τόξα κι αστροφεγγιές δεν έχει. Αφήστε τον θυμό, τη λύπη, τη χαρά, την απαισιοδοξία, την ευτυχία να σας καταβάλουν! Όποιο συναίσθημα και να βιώνετε, αφήστε το να σας πλημμυρίσει, κάποια στιγμή θα φύγει. Τίποτα δεν ήρθε για να μείνει.

Σε όποια κατάσταση και να βρισκόμαστε, θετική ή αρνητική, δεν παύουν να είναι παρά μόνο προσωρινές μεταβλητές. Όσο το θρέψουμε, τόσο θα το ζήσουμε στο έπακρο είτε είναι θετικό είτε είναι αρνητικό αυτό που πηγάζει από μέσα του.

Κάποια στιγμή θα ξεθωριάσει και θα φύγει και κάτι καινούριο θα ξεπροβάλει και πάλι, αλλά όπως ήρθε κα έφυγε το προηγούμενο έτσι ήρθε και θα φύγει κι αυτό. Η ζωή είναι όμορφη, εμείς την κάνουμε μίζερη, εμείς κα ο νους μας. Αυτά ευθύνονται για όλα.

Ζήστε, αγαπήστε το «είναι» σας, αγαπήστε τις όμορφες και τις κακές στιγμές, εξάλλου αυτή είναι η ζωή και το ουράνιο τόξο δεν είναι μακριά. Ήδη άρχισε να αχνοφαίνεται.

 

Επιμέλεια Κειμένου Γεωργίας Ευαγγέλλου: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Γεωργία Ευαγγέλου