Δε ζήταγε πολλά. Από μικρή είχε μάθει να μη φανερώνει στον κόσμο τις επιθυμίες της. Όμως αυτή δεν μπορούσε να την κρατήσει άλλο μέσα της, της έκαιγε τα σωθικά.
Ήθελε να τον δει. Να σταθεί για πρώτη φορά απέναντί του δίχως όμως τους μελοδραματισμούς και τα κλισέ της πρώτης συνάντησης όπως τα έχουν επιβάλει οι μεγάλες αισθηματικές ταινίες εποχής. Της αρκούσε για λίγες στιγμές να μείνει και να χαραχθεί στη μνήμη της η μορφή του και έπειτα όταν ο πρώτος ενθουσιασμός ξεθύμαινε αν εκείνος κατάφερνε να κουνηθεί ας την έπαιρνε στην αγκαλιά του για μια και μόνη φορά. Αυτή η αγκαλιά από κοινού με μία φευγαλέα ματιά στο βλέμμα του θα της έδειχναν με τον πιο περίτρανο τρόπο αν οι τόσοι μήνες ο ένας μακριά από τον άλλον άξιζαν τον κόπο.
Εκείνη την ημέρα δεν ήθελε να την αναλώσει σε πολυπερπατημένες διαδρομές μέσα στην πόλη ή σε δήθεν μαγαζιά γεμάτα με διχασμένους έρωτες και μετέωρες ψυχές. Το μόνο που ζητούσε ήταν να είναι κάπου οι δυο τους. Και γύρω τους ας περνούσε ο κόσμος και ας μην καταλάβαιναν γιατί τον κρατούσε τόσο σφιχτά λες και θα τον έχανε, δεν την ένοιαζε αυτό. Ήθελε μόνο να αφιερώσει ο ένας στον άλλο κάποιες ώρες αποκλειστικότητας.
Και όταν σιγά σιγά το σκοτάδι θ’ απλωνόταν και η πόλη θ’ άρχιζε ν’ αδειάζει, θ’ άφηνε εκείνον ν’ αποφασίσει για την έκβαση της βραδιάς. Γιατί γνώριζε ότι δεν του άρεσαν οι κραυγαλέες πράξεις, τα μεγάλα λόγια και τα πολυσύχναστα στέκια της μεγαλούπολης. Προτιμούσε τα ψηλά κι απόμερα σημεία που δεν τα συγκινούσε η βουή της πόλης, αλλά που όμως σου έδιναν την ευκαιρία να παρακολουθήσεις όλες εκείνες τις μικροσκοπικές ζωές των περαστικών.
Κόντρα σε όλες εκείνες τις φυγόπονες ψυχές που πάσχιζαν να κρύψουν τα ψεγάδια τους, εκείνη είχε αποφασίσει απόψε να του αποκαλυφθεί. Θα του μιλούσε για την απουσία του, για όσα εκείνη της δημιουργούσε. Ίσα για δυο λεπτά, για να είναι γνώστης για να ξέρει ότι του μίλησε.
Αν ακόμη και μετά απ’ αυτό δεν κατάφερνε να τον κρατήσει, δε θα τον εμπόδιζε. Δεν είχε τα κότσια να του κλείσει το δρόμο την ώρα του αποχωρισμού. Και ας του ‘λέγε πως αν την αφήσει θα βρει τον τρόπο και θα προχωρήσει και οι δύο γνώριζαν πως ήταν ένα ψέμα. Ένα από τα πολλά που συνήθιζαν να λένε μεταξύ τους από φόβο μήπως καταλάβουν ο ένας την αδυναμία του άλλου και εκτεθούν.
Έτσι λοιπόν σαν τελευταία χάρη του ζήτησε να μείνει μαζί της αυτό το βράδυ για να ‘χει κάτι να τον θυμίζει τα ξημερώματα που ήδη θα της λείπει. Ήθελε να ξαπλώσει δίπλα του γυμνή όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά. Να δει αυτή και μόνο αυτή. Το δώρο της για εκείνον θα ήταν αυτό. Να τη δει εκτεθειμένη ώστε εύκολα να μπορεί να την απομυθοποιήσει και να μην πονά κάθε φορά που θα την σκεφτόταν όπως θα πονούσε εκείνη στη σκέψη πως δε θα ‘ταν πια δικός της.
Και όταν αυτή η πρώτη νύχτα δίπλα του τελείωνε θα τον άφηνε να φύγει.
Και ίσως κάποτε μετά από καιρό να τον ξανάβλεπε. Να εμφανιζόταν μπροστά της ένα φθινοπωρινό απόγευμα ανυποψίαστος για το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Και ίσως τότε κατάφερνε να της πει όλα όσα τόσο καιρό κρατούσε μέσα του. Και έπειτα σχεδόν απρόσμενα να έσκυβε και να της ψιθύριζε ότι την επόμενη φορά θα έμενε.
Κι έτσι απλά να ξαναγίνονταν ένα.