Ζούμε σε έναν κόσμο, όπου οι ψυχολόγοι είναι πιο περιζήτητοι από ποτέ και η ψυχοθεραπεία μια διαδικασία στην οποία υποβάλλονται αρκετοί άνθρωποι, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς ταμπού.
Και βέβαια, πιθανώς θα έχει πάρει κάτι το αυτί σου για το τι είναι -σε γενικές γραμμές- αυτή η περιβόητη ψυχοθεραπεία. Πρόκειται λοιπόν για μία μορφή θεραπευτικής παρέμβασης που αποτελείται από τακτικές συνεδρίες με έναν ψυχοθεραπευτή (ειδικό ψυχικής υγείας), για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το αίτημα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θεραπευόμενου (πελάτη). Η ψυχοθεραπεία είναι, με πιο απλά λόγια, μία συνεργασία ανάμεσα σε δύο μέρη, δηλαδή, τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο, όπου και τα δύο μέρη συμμετέχουν ενεργά στην προσπάθεια αυτή. Ωστόσο, οι ειδικοί μας επισημαίνουν ότι το κύριο πρόσωπο είναι ο θεραπευόμενος, καθώς η όλη θεραπευτική προσπάθεια αφορά στη δική του ζωή, γεγονός το οποίο δεν είναι πάντα ξεκάθαρο στο μυαλό του θεραπευόμενου. Έτσι, σε αυτό το σημείο έγκειται το πρόβλημα της αντίστασης του πελάτη κατά τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας του. Αλλά ας το πάρουμε από την αρχή.
Όταν οι άνθρωποι επιζητούν τη θεραπεία για την αντιμετώπιση των όποιων καθημερινών προβλημάτων τους, προφανώς ψάχνουν για ανακούφιση από τα οξεία συμπτώματα της συναισθηματικής τους κατάστασης και συνήθως η διαίσθησή τους τούς λέει ότι μάλλον κάτι πάει στραβά και πρέπει να το αλλάξουν(!) Ωστόσο, οι ψυχολόγοι ισχυρίζονται ότι οι πελάτες είναι πολύ λιγότερο σίγουροι για το αν πράγματι είναι πρόθυμοι να αλλάξουν τις μακροχρόνιες συνήθειες της καθημερινότητάς τους (όποια κι αν ήταν αυτή) και με αυτό τον τρόπο είναι σύνηθες για εκείνους, να μη συνεργάζονται με το θεραπευτή, αμφισβητώντας πολλές φορές το θεραπευτικό πρόγραμμα που μαζί αποφάσισαν, τις πρώτες κιόλας μέρες.
Και βέβαια, να πούμε εδώ ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία, ο θεραπευτής από τη μία, συνεχίζει να πρεσβεύει ότι η αλλαγή είναι μια καλή εξέλιξη, ενώ οι πελάτες από την άλλη, μπορεί να έχουν επιφυλάξεις, οι οποίες σίγουρα πρέπει ν’ αναγνωριστούν και ν’ αντιμετωπιστούν. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένοι άνθρωποι -και ειδικά εκείνοι με πιο μακροχρόνια ζητήματα και σοβαρά προβλήματα-, προσκολλώνται πεισματικά στο status quo της ζωής τους, γιατί σε κάποιο βαθμό τους είναι κάτι οικείο και ασφαλές. Από την άλλη, η αλλαγή τους είναι κάτι άγνωστο, το οποίο μπορεί να είναι πολύ τρομακτικό, να τους αποπροσανατολίσει και να τους κάνει να χάσουν την αίσθηση ταυτότητας που μέχρι τώρα είχαν τουλάχιστον. Δυστυχώς, ίσως και να το έχεις ακούσει κι από γνωστούς σου, πολλοί δεν έχουν την συναισθηματική ωριμότητα να «ξεδιπλώσουν» τις σκέψεις τους και να ξετυλίξουν το κουβάρι της μοναδικής τους προσωπικότητας κι έτσι με αυτό τον τρόπο να μπορέσουν να λάβουν με συνέπεια τη βοήθεια.
Επίσης, λάβε υπόψιν σου ότι οι ειδικοί έχουν παρατηρήσει ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων που εκλαμβάνουν και βιώνουν τον εαυτό τους –και τις σχέσεις τους- ως «προβληματικό», έχουν μάθει ένα σύστημα σχέσεων, στο οποίο είναι συνηθισμένοι να δίνουν, να εξυπηρετούν, να ανακουφίζουν τους άλλους, συνήθως έχοντας υποσυνείδητα την προσδοκία της έξωθεν επιβεβαίωσης και αποδοχής, κάτι που οι ίδιοι δεν έμαθαν να προσφέρουν στον εαυτό τους. Κι επειδή η έναρξη της ψυχοθεραπείας σηματοδοτεί την αλλαγή σε τέτοιους «μαθημένους» ρόλους, απαιτείται μεγάλη προσπάθεια, κόπο, πραγματική θέληση και φυσικά κίνητρο ισχυρό, υλικά τα οποία δε βρίσκονται πάντα στη φαρέτρα των θεραπευόμενων. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Mahoney (1991), κάθε ζωντανό σύστημα ή οργανισμός προσπαθεί να διαφυλάξει την κατάστασή του, αντιστεκόμενο σε κάθε προσπάθεια αλλαγής της, οπότε είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί και το κάθε άτομο, ενώ διψά στην αρχή για αλλαγή και βοήθεια από έναν ειδικό, στην πορεία φαίνεται να δείχνει μεγάλη αντίσταση απέναντι στην ψυχική αλλαγή και τη θεραπευτική του πρόοδο.
Βέβαια, σε αυτό το σημείο πρέπει να σου πω ότι οι ψυχολόγοι συμφωνούν ότι στις πιο πολλές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, η αντίσταση παρουσιάζεται ως μία υγιής διαδικασία αυτοπροστασίας του ατόμου. Μια αυτοπροστασία που έχει να κάνει με την ταυτότητά του, τη διάθεσή του να εκτεθεί, την τόλμη του να σχετιστεί με το θεραπευτή του, τη δύναμή του να δει την πραγματικότητα, το σθένος του να αναλάβει τον έλεγχο της ζωής του. Συνεπώς, ενώ η αντίσταση μπορεί να προκαλεί δυσκολίες στη θεραπευτική διαδικασία, ταυτόχρονα πρόκειται για μία φυσιολογική τάση του ατόμου να ελέγξει την προσαρμογή του στα νέα δεδομένα που εισάγονται στη ζωή του.
Θα δεις λοιπόν ένα άτομο να παραμένει σιωπηλό κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, θα βγει πολλές φορές από τα χείλη του η φράση «δεν ξέρω», θα το δεις να ακυρώνει επανειλημμένα τις συνεδρίες ή να καθυστερεί συστηματικά, να διαβεβαιώνει ότι έχει απαλλαγεί από τα δυσάρεστα συμπτώματα που είχε στην αρχή, να μην κάνει κάποιες εργασίες που του ζητούνται να δουλέψει σπίτι, αλλά και να αποφεύγει να μιλάει ανοιχτά για τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του.
Και θα μου πεις τώρα, «τι να φταίει για αυτή τη συμπεριφορά»; Θα σου απαντήσω: «Πολλά».
Μπορεί να είναι η ανεπάρκεια του θεραπευτή στο να χτίσει μια ισχυρή θεραπευτική σχέση με το θεραπευόμενό του, μπορεί να είναι το ότι η ύπαρξη ενός ελεγκτικού γονέα ή ενδεχόμενα προβλήματα με τις φιγούρες εξουσίας, κάνουν τον πελάτη να αντιστέκεται ασυνείδητα σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως εξωτερικό έλεγχο από τον θεραπευτή του. Μπορεί να είναι η ακαμψία και η έλλειψη ευελιξίας από τη μεριά του θεραπευτή ή ακόμη και η ύπαρξη μεγάλων προσδοκιών για την πορεία εξέλιξης του θεραπευόμενου.
Όπως και να ‘χει, η ψυχοθεραπεία σίγουρα μπορεί να φανεί χρήσιμη σε πολλούς ανθρώπους, μπορεί να αφορά στην προσωπική αυτογνωσία και εξέλιξη, μπορεί να αφορά σε μία κρίση ζωής, σε μια τραυματική εμπειρία, σε μια αίσθηση αδιέξοδου στη ζωή, σε κάποιο έντονο αίσθημα άγχους, σε έλλειψη ευχαρίστησης, σε αισθήματα ανησυχίας, σε προβλήματα στον εργασιακό μας χώρο, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, στην οικογένεια ή στην ερωτική μας ζωή. Θέματα τα οποία λιμνάζουν ή αναζωπυρώνονται επανειλημμένα.
Βασική προϋπόθεση, για να απολαύσουμε τους καρπούς αυτής της διαδικασίας είναι να συμβάλουμε στη δημιουργία μιας σχέσης εμπιστοσύνης και ασφάλειας ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο και να κατανοήσουμε ότι στην πραγματικότητα, την περισσότερη δουλειά οφείλει να την κάνει ο θεραπευόμενος στο χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ των συνεδριών, ξεπερνώντας τους ενδοιασμούς του και εγκαταλείποντας τη ζώνη άνεσής του.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου