Ε λοιπόν, βαρέθηκες ν’ ακούς γκρίνια, για τ’ αμάζευτα ρούχα στον καναπέ (διότι δεν τα τακτοποίησες την ώρα που ήθελε, η κατά τ’ άλλα, αγαπημένη μητέρα). Για την ακαταστασία στο δωμάτιό σου. Γιατί έλιωσες στο πισι μέχρι πολύ αργά χθες το βράδυ. Αλαλαγμοί αντίστοιχοι μ’ εκείνους ομηρικών καβγάδων ήχησαν, επειδή τα πράγματα του σπιτιού, βρίσκονται σε διαφορετική θέση από αυτή, που υποδεικνύει ο προσωπικός ψυχαναγκασμός των γονιών σου. Και ύστερα, κριτική για τις επιλογές σου, υποδείξεις στα λάθη σου και κατευθύνσεις στον τρόπο που θα χειριστείς και θα ζήσεις τη ζωή σου. Μπούχτισες πια. Κουράστηκες ρε παιδί μου, πώς το λένε;
Εντάξει, δεν αντιλέγεις. Όλες οι νουθεσίες και οι υπερβολές στη συμπεριφορά τους, προέρχονται από την υπέρμετρη αγάπη και αγωνία τους για σένα. Από την επιθυμία τους, να σε προστατεύσουν και να σε δουν να πετυχαίνεις. Άλλωστε, δε χωράει περιθώριο αμφισβήτησης της αγνότητας, της ανιδιοτέλειας και της ειλικρίνειας της γονεϊκής αγάπης. Και δεν είναι απαραίτητο, ότι οι γονείς δεν αντιλαμβάνονται τα ξεσπάσματά τους, ούτε ότι δεν προσπαθούν να τα περιορίσουν. Αλλά μερικές φορές το συναίσθημα μπορεί να τους κυριεύσει περισσότερο απ’ ότι η λογική. Ενώ άλλοτε πάλι, οι ίδιοι έχουν φτάσει σε μια ηλικία που οι διαμορφωθείσες συμπεριφορές τους, είναι δύσκολο να μεταβληθούν ή είναι δύσκολο να θέλουν οι ίδιοι να τις μεταβάλλουν. Όλα κατανοητά λοιπόν, αλλά όχι και όλα αποδεκτά. Η αγάπη δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε όλα μπορούν να δικαιολογηθούν και να υπερκαλυφθούν από αυτή την αγάπη. Ίσα-ίσα, όταν το συναίσθημα είναι δύσκολο να ελεγχθεί από τον κάτοχό του, τις περισσότερες φορές το αποτέλεσμα είναι η θυσία της προσωπικής ελευθερίας της βούλησης και η αποτυχία του απογαλακτισμού και της κατάκτησης της ανεξαρτησίας.
«Εδώ που είσαι ήμουν και εδώ που είμαι θα έρθεις», σου είπαν και εσύ έφτυσες τον κόρφο σου, στραβομουτσουνιάζοντας. Κι έπειτα, για να είσαι σίγουρος ότι έδιωξες μακριά το κακό, ορκίστηκες με όσα δάκτυλα έχεις, ότι δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ να γίνεις η αντανάκλαση του προτύπου, το οποίο σε βρίσκει κάθετα αντίθετο. Αρνήθηκες οποιαδήποτε πιθανότητα κληρονομικότητας των απαγορευμένων συμπεριφορών. Αποτίναξες και καταδίκασες κάθε σκέψη μελλοντικής προσέγγισης ενός παρόμοιου εαυτού.
Μη λες μεγάλα λόγια. Να προσπαθείς να αποφεύγεις τις απόλυτες κουβέντες. Μιας και η ζωή, ως άλλη ειρωνική δασκάλα, διασκεδάζει πολύ όταν ανατρέπει τα επιβεβαιωμένα σχέδια του παντοδύναμου ανθρώπου. Και να είσαι σίγουρος πως τη στιγμή που θ’ αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος με την οικογένεια, τη στιγμή που θα βηματίσεις πέραν της ζώνης ασφαλείας σου και θα αρχίσεις να σχηματίζεις εξ’ ολοκλήρου μόνος την πορεία σου, αυτές οι μεμφθείσες συμπεριφορές σταδιακά θα αναδύονται. Όχι, μην τρομάζεις. Το πιθανότερο είναι να μην έχουν την ίδια ένταση, με τις αντίστοιχες των γονέων σου. Όμως, θα τις αποκτήσεις.
Και μάλλον, δεν πρέπει να φαντάζει περίεργο, αφού ο άνθρωπος μαθαίνει ευκολότερα και ταχύτερα, μέσω της μίμησης. Ειδικά, όταν αυτή επιτυγχάνεται στον πρώτο και σπουδαιότερο μικρόκοσμο του νεοσύστατου ατόμου, την οικογένεια. Επομένως, είναι πολύ πιθανό σε έντονες ή δύσκολες καταστάσεις, κατά τις όποιες ο έλεγχος του νου και των συναισθημάτων δεν καθίσταται απόλυτα εφικτός, να εκδηλώσεις ή να αναπαράγεις αντιδράσεις και συμπεριφορές, οι οποίες σου είναι γνώριμες. Ποιες άλλες δηλαδή, από τα «χούγια», τις παραξενιές και τις υπερβολές της μαμάς και του μπαμπά, των βασικότερων και ίσως μοναδικών προτύπων στη ζωή ενός παιδιού.
Ό, τι κοροϊδεύεις όμως, το λούζεσαι. Αρχικά, επειδή η υπερπροσπάθεια της αποφυγής συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και συμπεριφορών, έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Η συνεχής αναμόχλευση του ανεπιθύμητου, το μετατρέπει σε αναπόφευκτο.
Εξάλλου, καθώς τα χρόνια περνούν και οι εμπειρίες συσσωρεύονται, ως η πολυτιμότερη μορφή γνώσης που κουβαλάς, τόσο πιο επιλεκτικός, προσεκτικός και λιγότερο ανεκτικός στο καθετί, θα γίνεσαι. Και τότε είναι, που κρυφά μέσα σου, θα δικαιώνεις και θα προσιδιάζεις αυτοβούλως στη συμπεριφορά τους και οι άλλοτε παραξενιές τους, θα σου φαίνονται ολοένα και περισσότερο γνώριμες. Και τότε είναι που θα αποκτήσεις και εσύ τις δικιές σου ιδιαιτερότητες και θα αναστοχαστείς. Ήταν άραγε οι γονείς τόσο «κακοί» όσο πίστευες ή μήπως αρκετά «καλοί», ώστε να θέλεις να τους μοιάσεις;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου