Κάθε μέρα σκεφτόμαστε πως δεν είμαστε αρκετοί, αρκετά καλοί. Στο σπίτι, στη δουλειά, στη φιλία, στον έρωτα. Θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι, καλύτεροι από ότι ήμασταν την προηγούμενη μέρα αλλά καλύτεροι κι από τους άλλους γύρω μας. Κι ένα παραπάνω αν βρούμε κάποιον στον οποίο θέλουμε να κάνουμε εντύπωση και να τον πείσουμε πως είμαστε τέλειοι. Να τον κοροϊδέψουμε δηλαδή λίγο, γιατί τέλειο δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Υπάρχει μόνο τέλεια οπτική. Η τέλεια οπτική για όλα.
Στο θέμα μας λοιπόν. Βρίσκουμε κάποιον που μας φτιάχνει τη μέρα κι αντί να νιώθουμε υπέροχοι, εμάς μας πιάνουν όλες οι ανασφάλειες που κρύβαμε από τα εφηβικά μας χρόνια. Τότε που βαρούσαμε τις πόρτες μπας και φοβηθούν οι ανασφάλειες και φύγουν. Ξαφνικά δε μας αρέσει το σώμα μας, τα μαλλιά μας, τα αυτιά μας, οι βλεφαρίδες μας και η ελιά που έχουμε στην πλάτη κάτω αριστερά. Θεωρούμε πως επειδή ο άλλος φαίνεται στα μάτια μας τέλειος -αν και προφανώς δεν είναι ούτε αυτός- εμείς πρέπει να είμαστε τουλάχιστον ισάξιοι, αν όχι καλύτεροι. Η αυτοπεποίθησή μας πέφτει κάτω από το μηδέν και η καρδιά παγώνει από το φόβο μήπως δε μας θέλει.
Δε μας αρέσει το χιούμορ μας. Δεν είμαστε αρκετά έξυπνοι, αρκετά πετυχημένοι. Δε βγάζουμε αρκετά λεφτά. Δεν έχουμε σπουδάσει σε παγκοσμίου φήμης Πανεπιστήμιο. Δεν έχουμε πολλά ρούχα, ούτε το καλύτερο αμάξι της γειτονιάς. Δεν έχουμε αρκετά μεγάλο σπίτι, ούτε το πιο ακριβό κινητό τηλέφωνο της αγοράς. Ντρεπόμαστε για το παρελθόν μας, νιώθουμε βαρετοί, συνηθισμένοι. Δεν είμαστε αρκετά καλοί άνθρωποι, δεν ξέρουμε πολλά αστεία. Έχουμε χάλια φωνή. Απορούμε γιατί μας κοίταξε στην τελική. Σκεφτόμαστε πως μας λυπήθηκε κιόλας δηλαδή. Θέλουμε να κλειδωθούμε στο σπίτι και να μη βγούμε ποτέ ξανά στο φως.
Οι ανασφάλειες λοιπόν μας κυνηγάνε και μπαίνουν ανάμεσα σε εμάς και το πρόσωπο. Είναι αυτές που κάνουν την παλάμη μας να ιδρώνει όταν πιανόμαστε χεράκι-χεράκι. Είναι εκείνες που κάνουν την κοιλιά μας να γουργουρίζει όταν βρισκόμαστε τα δυο μας. Οι ανασφάλειες κάνουν τον καιρό να χαλάει για να μην κάθεται το μαλλί πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή. Στενεύουν το αγαπημένο μας τζιν και δε μας κάνει ξαφνικά πριν το μεγάλο ραντεβού, κρύβουν στα άπλυτα το πουκάμισο που μας φωτίζει λες κι έχουμε κι άλλο ίδιο ας πούμε. Ρουφιάνες ανασφάλειες. Χαλάτε τις καλύτερες στιγμές.
Κι ακόμα δεν ήρθαμε στο θέμα. Το θέμα είναι να βρούμε κάποιον που θα τις διώχνει αυτές τις ανασφάλειες και θα μας κάνει να νιώθουμε τέλειοι όταν εμείς απέχουμε πολύ από την τελειότητα. Ή την τέλεια οπτική καλύτερα. Να μη μας νοιάζει τι φοράμε, αν μας παχαίνει το βυσσινί παντελόνι ή αν πετάει η φράντζα. Να μας αρέσουν τα μούτρα μας στον καθρέφτη και να νιώθουμε καλά μέσα στο σώμα μας και μέσα στο κεφάλι μας. Το θέμα είναι να μας κοιτάει στα μάτια κι όλο μας το σώμα, οι σκέψεις και οι ανασφάλειες να εξαφανίζονται. Να μην υπάρχει χρόνος για δεύτερες σκέψεις, αμφιβολίες και αμφιλεγόμενα συναισθήματα.
Κι ας βγουν όλες οι ανασφάλειες στις φόρα. Δεν πειράζει.
Αφήστε τον κάποιον που λέγαμε παραπάνω να τις δει όλες. Συστήστε τον με τις ανασφάλειές σας κι αφήστε τον να κάνει παιχνίδι. Οι εκδοχές είναι δύο. Στην πρώτη εκδοχή νικάνε οι ανασφάλειες, άρα ο κάποιος δεν ήταν αρκετά καλός παίχτης και πρέπει να αποχωρήσει. Στη δεύτερη νικάει ο κάποιος κι οι ανασφάλειες παίρνουν τα κουβαδάκια τους και την κάνουν για άλλες παραλίες. Μπορείτε να συμμετέχετε κι εσείς φυσικά ανάλογα με την εκδοχή που θέλετε να έχει το παιχνίδι. Τη δεύτερη παιδιά, θα πάρουμε τη δεύτερη.
Κι όταν θα πάψουν να σας χαλάνε στιγμές οι ρημάδες οι ανασφάλειες τότε θα μπορείτε επιτέλους να πάρετε ανάσα και να ζήσετε τον έρωτά σας. Γιατί εσείς είστε αρκετοί, ή μάλλον υπεραρκετοί. Το πρόβλημα είναι πως όταν κουβαλάτε πάνω σας ό,τι σας χαλάει τη διάθεση δεν μπορείτε να κάνετε βήμα. Και δυστυχώς είναι δύσκολο να διώξετε μόνος σας ό,τι σας τραβάει πίσω. Επομένως, ψάξτε να βρείτε κάποιον να σας βοηθήσει. Κι όταν τον βρείτε, κρατήστε τον γερά και αγαπήστε τον. Κι ίσως κουβαλάει κι αυτός το δικό του φορτίο. Οπότε μπορείτε να του ξεπληρώσετε τη χάρη βάζοντας φωτιά στις δικές του ανασφάλειες.