Η μεγαλύτερη αυταπάτη είναι ότι μπορούμε να ελέγξουμε τη ζωή και το χρόνο. Παριστάνουμε τους Θεούς στη μικρή μας καθημερινότητα, νομίζοντας ότι επειδή αποτινάξαμε όσους μας έβλαψαν, απομακρύναμε το ίδιο το κακό. Όταν όμως εκείνο το αόρατο χέρι αρχίζει και γκρεμίζει το χάρτινο πύργο μας, όταν τραβά κάτω από τα πόδια μας ένα αόρατο χαλί που δεν ξέραμε καν ότι πατάμε, βρισκόμαστε να ισορροπούμε σε μια κλωστή λογικής, από την οποία αν γλιστρήσουμε, πέφτουμε στην άβυσσο της τρέλας. Χωρίς να το ξέρεις, βιώνεις εκείνο το μεταίχμιο κατά το οποίο ο τρελός παραδίδει στη μοίρα του τα λογικά του και χάνεται στη λήθη της παραφροσύνης.
Από τη μια λένε να φοβάσαι το αιφνίδιο, που σε βρίσκει απροετοίμαστο, ανέτοιμο να το αντιμετωπίσεις. Από την άλλη ξέρεις ότι τίποτα δε σε βασανίζει χειρότερα από μια αλήθεια που βλέπεις σιγά-σιγά να έρχεται να σε συναντήσει, με σένα μέσα σε ένα αδιέξοδο στριμωγμένο και αδύνατο να της ξεφύγεις. Ξέρεις ότι όταν σε αγγίξει, η ζωή σου δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Γύρω σου τοίχοι, μπροστά σου αυτή, κι εσύ ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, εκτεθειμένος.
Η ζωή είναι μια μικρή κακομαθημένη τσουλίτσα. Ένα χαϊδεμένο παλιοκόριτσο χωρίς επίγνωση και συμπόνοια. Κι εμείς που θέλουμε να νομίζουμε ότι είμαστε κυρίαρχοί της, δεν είμαστε τίποτε άλλο από τις κουκλίτσες της, τα παιχνιδάκια της. Ζούμε στη θλιβερή μας άγνοια, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι παίζουμε τυφλόμυγα στο παιδικό της δωμάτιο κι αυτή διασκεδάζει με το κάθε μας λάθος, το κάθε μας σκουντούφλημα. Διαφωνούμε για το αν ο χρόνος χαρακτηρίζεται από γραμμικότητα ή κυκλικότητα, αν κάθε γεγονός στη ζωή μας είναι μοναδικό ή η αν η ιστορία επαναλαμβάνεται, μέχρι που το κακομαθημένο κοριτσάκι να αποφασίσει να σου αποδείξει με το δικό του τρόπο ότι δεν εξηγούνται όλα με την ανθρώπινη λογική.
Κάπου διάβαζα ότι ο άνθρωπος προετοιμάζεται ακατάπαυστα και εν αγνοία του για μια συνάντησή του με κάτι έξωθεν που έρχεται να αναλάβει την υπόθεσή του, όταν όλα τα μέσα του έχουν εξαντληθεί. Τόση φλυαρία για να μην πει τη λέξη «θαύμα»; Φοβόταν να προφέρει τη λέξη ή δεν πίστευε σε αυτό; Στην εσχατιά των δυνατοτήτων, όταν οι κόμποι του ιδρώτα σε πλημμυρίζουν κι η αγωνία γίνεται σχεδόν μεταφυσική, έχεις ανάγκη να δώσεις σάρκα έστω και στην ουτοπία. Αυτή την ουτοπία που ζει μέσα σου, και αποτελεί την ελπίδα που ζεσταίνει τα παγωμένα σωθικά σου, η ελπίδα με την οποία κοιμάσαι και ξυπνάς. Και είναι κάθε άλλο παρά «έξωθεν».
Τελικά ταξίδι είναι η διαδρομή ή ο προορισμός; Αν είχαμε ένα ποτήρι με το απόσταγμα απ΄το πιο γλυκό μας βλέμμα, πότε θα το πίναμε; Όταν πηγαίναμε ή όταν θα φτάναμε; Το είχα πιστέψει ότι κάθε οδύνη κρύβει μια υποθάλπτουσα ηδονή, κάτι μαζοχιστικό, ξεθαμμένο από τα άρρωστα ανθρώπινα υποσυνείδητα. Όσο ζούμε αναθεωρούμε, με αλήθειες που δε θα ξεστομίσουμε ούτε στη δική μας Γεσθημανή, με λάθη που δε θα μας δοθεί ποτέ η ευκαιρία να διορθώσουμε, και στιγμές που δε θα προλάβουμε να ζήσουμε.
Ο χάρτινος πύργος με όλα τα «σ’ αγαπώ» και τα «δε θέλω να σε χάσω» έχει αρχίσει να σείεται από το παιχνίδι της απώλειας και της φθοράς. Δεν είναι ώρα για εσωτερικό μονόλογο, θα έχω πολύ χρόνο στο εξής γι’ αυτόν, όταν πια θα σου μιλάω με ένα τρόπο κρυστάλλινο, υποδόριο, μέσα από τη σιωπή μου. Δεν είναι ώρα για αναμνήσεις, εξομολογήσεις, μετάνοιες, στοχασμούς και παραδοχές. Ούτε όμως και για σχέδια. Το σκόταδι αμήχανο, η κάθε ανάσα σπατάλη, και η λέξη «καληνύχτα» στο τέλος αυτής της μυσταγωγίας, μοιάζει περισσότερο με βρισιά. Απόψε σε φιλώ για τελευταία φορά.
Επιμέλεια Κειμένου Αλέξη Φαραντούρη: Κατερίνα Κεχαγιά.