Έφτιαξα μόλις καφεδάκι παγωμένο και θα πιάσω τη φλυαρία για να σας γράψω μια ιστορία, σχεδόν αστεία.

Ας πάμε πρώτα λίγο πίσω στο χρόνο μέχρι τον Αύγουστο του 2009 να με δειτε στα «πολύ πάνω μου».

Σημειώστε κάπου λοιπόν,  ότι μόλις είχα ξεπεράσει το σύνδρομο του «θέλω να μείνω φοιτητής για πάντα», είχα προσαρμοστεί ξανά στην Αθήνα, είχα νοικιάσει  -με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα-  ένα grunge δυάρι, είχα το σαράβαλο αμάξι μου, είχα πενθήσει όσο χρειαζόταν και με το παραπάνω τον χωρισμό μου από έναν τσαρλατάνο κι είχα προλάβει ήδη να βρω άξιο αντικαταστάτη στη βλακεία.

Όλα καλά δηλαδή κι όλα ρυθμισμένα σωστά για καλοκαιρινές διακοπάρες.

Σημαντικότερη παράμετρος στην ιστορία ετούτη είναι η δουλειά μου εν έτη 2009 και οι συνέπειες αυτής στην ψυχολογία και στην τσέπη μου. Με άλλα λόγια, δούλευα στο αντικείμενο που σπούδασα και αγαπούσα, πληρωνόμουν αρκετά ικανοποιητικά γι αυτό κι η εταιρία -θελεις ή δεν θέλεις- έκλεινε για καλοκαιρινές διακοπές τρεις εβδομάδες, αρχής γενομένης από οκτώ Αυγούστου – θέλεις πίστεψέ με, θέλεις!

Καθώς ήμουν μικρό και δεν είχα προλάβει να γνωρίσω πολλούς εργοδότες ακόμα, παρέμενα, περήφανα ακόμα, φύσει ρομαντική και ακριβοδίκαιη. Τα είχα τα λόγια μετρημένα ένα-ένα, κοινώς «τα μιλήσαμε-τα συμφωνήσαμε», «δώσαμε το λόγο μας» άλλα και άλλες τέτοιες εξιδανικευμένες ισορροπίες μεταξύ υπαλλήλου και αφεντικού σβούριζαν ακόμα στο κεφάλι μου.

Η συμφωνία ήταν απλή.

Αν προλάβαινα να παραδώσω τα σχέδια των καλουπιών για το νέο προϊόν μέχρι τέλος Ιουλίου, θα εισέπραττα έναν ωραιότατο μισθό bonus. Και όπως καλά μαντεύετε φίλοι αναγνώστες, με πολλές υπερωρίες, με το σπανάκι του Ποπάυ για γεύμα, με το σύμπαν να με γουστάρει και να μου δίνει φαεινές ιδέες, την τελευταία εκείνη εβδομάδα του Ιούλη έβαλα τα καλά μου, πήρα τη παρουσίαση μου, τους την έριξα στο τραπέζι του meeting με βρόντο και «ιν γιορ φέης μπίατς».

Πολλή χαρά για το τίποτα όμως. Μπήκε στη τράπεζα ο μισθός στο τέλος του Ιούλη και δεν είδα ούτε σεντ παραπάνω από τα συνηθισμένα. Και να σου τα μούτρα, και να σου και μια αντιδραστική αργοπορία τα επόμενα πρωινά στο γραφείο.

Απέμενε μόλις μία εβδομάδα πριν πάρει ο καθένας μια ψαρόβαρκα να πάει να βγει στην Πάρο που λέει και ο Γιάννης,  κι εγώ ακόμα δεν είχα σταυρώσει ακρόαση με το μεγάλο αφεντικό για να του πω τον πόνο μου.

Νιώστε την αγωνία. Οι μέρες περνούσαν και εγώ δεν είχα λύσει το δίλημμα μου. Με bonus στο χέρι και διακοπάρες-ποτάρες γιολάρουμε στην Αντίπαρο-Πάρο-Σύρο ή χωρίς φράγκο αρπαχτές βουτιές στο καμίνι της Αθήνας μόνη και σκασμένη;

Φτάνοντας στην τελευταία Παρασκευή, απάντηση καμιά δεν πήρα και το μόνο έξτρα που έλαβα ήταν ο αδυσώπητος λογαριασμός της απλήρωτης ΔΕΗ.

Σχολάω λοιπόν, εύχομαι με λοξό χαμόγελο δήθεν συναδελφικότητας σε όλους «να περάσετε σούπερ» και σέρνω τα πόδια μου μέχρι το ρημάδι το ΑΤΜ να βγάλω ένα σαραντάρι ευρώ, να το πιω και αυτό, να ησυχάσω.

Μπιπ-μπιπ και χρατς-χρουτς, βουτάω που λέτε την απόδειξη υπολοίπου από το μηχάνημα και γίνομαι μεμιάς καρτούν παιδικό αφού, σαν τον Σκρουτζ, ρολάρουν τα μάτια μου μέχρι που δείχνουν ευρώ.

Ένας ολόκληρος, ανέγγιχτος μισθός έχει κατατεθεί στο λογαριασμό μου!

Το φαντάζεστε έτσι; Το διανοείστε; Κατέβηκα τρέχοντας την Δημητρίου Γούναρη, όρμησα στα εκδοτήρια ακτοπλοϊκών του Πειραιά, έκοψα εισιτήριο -δύο για την ακρίβεια  μη και χάσω και δε πάρω και το συμπλήρωμα βλακείας μαζί μου- και ξεκίνησα τα ψώνια.

Εδώ να σημειώσουμε επίσης, ότι στη σκηνή αυτή δεν είμαι παρά μία γυναίκα που δεν έχει ψωνίσει ούτε στρινγκ εν μέσω καλοκαιρινών εκπτώσεων μέχρι στιγμής. Ε του ‘δώσα και κατάλαβε.

Και να σου τα μαγιό τρία τρία. Και πάρε και φορέματα, δύο καπέλα, ένα δώρο στη μανούλα, δύο δώρα στον κολλητό, κάτι σεντόνια σετ –ευκαιρία ήταν τρελή, τι να κάνω, βραδινά μπλουζάκια δεν είχα, βάλε έξι κυρ-Στέφανε  και ένα φρέντο καπουτσινό για το δρόμο στη μαντάμ. Δερμάτινο τζάκετ με 60% έκπτωση, έχω αλλά φέρε ένα ακόμα. Α και τι ωραία  γυαλιά ηλίου αυτά και τελειωμό δεν είχε εκείνο το καταραμένο απόγευμα.

Και πήγαμε φίλοι μου στην Αντίπαρο και στην Πάρο και στη Σύρο. Και καθότι γενεθλίαζα η λιονταρίνα, κέρασα και ξανακέρασα και δεν λυπήθηκα σφηνάκι για σφηνάκι. Ας κάτσουμε και μία βδομάδα παραπάνω στο νησί μωρέ. Στην τελική, «τα δούλεψα» σκληρά και μετά από ένα χρόνο εργασιακού σκισίματος, μου άξιζε.

Ε και μια ζωή την έχουμε στη τελική και κάπως έτσι γύρισα στην Αθήνα με δέκα ευρώ στην τσέπη. Όμορφα.

Τέλειωσε κι ο Αύγουστος, πήγα στο γραφείο ανησυχητικά ηλιοκαμένη και τρομακτικά άφραγκη.

«Γιατί ρε παιδιά δεν έχει μπει ο μισθός του Αυγούστου; Τρεις Σεπτέμβρη πιάσαμε, που είναι ο μισθός οέο;»

«Γιατί Αμάντα μου, τα λεφτά που κατέθεσαν σε όλους στις αρχές του μήνα, ήταν ουσιαστικά η προπληρωμή του επόμενου μισθού μας για να διευκολυνθεί το λογιστήριο  αφού η εταιρία θα ήταν κλειστή. Ναι;»

Νερό κι αλάτι. Μα κιχ δεν έβγαλα γιατί η συμφωνία βλέπετε ήταν μυστική, προσωπική.

Βούρτσες μπλε. Φάε τώρα Αμάντα μαγιουδάκια και βερνίκι νυχιών φλούο καναρινί για πρωινό.

Διότι έχεις κορίτσι μου έναν Σεπτέμβρη δρόμο μπροστά σου. Έναν ολόκληρο μήνα κερατά, χωρίς μισθό στη τσέπη. Νοίκι απλήρωτο, ΔΕΗ απλήρωτη, ψυγείο άδειο, ντεπόζιτο άδειο.

Ως πρώην φοιτήτρια ανεξάρτητη, φαντάζεστε πιστεύω πως φυσικά επιβίωσα και το τέλος ήταν καλό. Σαν κατσαρίδα καλοκαιρινή βγήκα αλώβητη από όλο αυτό, με τις κεραίες μου ψηλά να ανεμίζουν. Με ευρηματικότητα, αντοχή και καλούς φίλους δε λύγισα στιγμή και φυσικά δε στράφηκα στην εύκολη λύση των γονιών.

Περήφανοι κι ατσίγαροι, εγώ και οι φακές μου, μετρήσαμε έναν μήνα μέρα με τη μέρα μέχρι την επόμενη μισθοδοσία.

Και να σας πω και κάτι φίλοι μου; Θα το ξανάκανα ανά πάσα στιγμή, έτσι για την πρόκληση.

Και μιας που βγάλαμε αλήθειες στη φορά σήμερα, να σας ρωτήσω και κάτι.

Εσείς bonus τελικά πήρατε;

 

ΥΓ.: Η πρόθεση της αφήγησης αυτής της χαριτωμένης ιστορίας είναι μόνο το καλοπροαίρετο χιούμορ. Φυσικά κι ένας μήνας χωρίς μισθό λόγω επιπόλαιης σπατάλης δε μπορεί να συγκριθεί με μήνες αμισθεί λόγω απόλυσης κι ανεργίας. Προς θεού, δεν παραλληλίζω καταστάσεις. Πρόκειται απλά για ένα χαριτωμένο γεγονός στη ζωή μου που με δίδαξε αρκετά πράγματα και με κάνει να γελάω σήμερα. Εύχομαι να έχετε και εσείς πολλές τέτοιες αναμνήσεις.

Συντάκτης: Αμάντα Πατσοπούλου