Ο Νίκος ήταν ένας γοητευτικός άντρας γύρω στα τριάντα.

Μετρίου αναστήματος, με καλογυμνασμένα μπράτσα και ατημέλητα μαλλιά που είχαν αρχίσει να ξεπετάνε τις πρώτες γκρίζες πινελιές.

Πίσω από τα γυαλιά μυωπίας του με τον κοκαλένιο σκελετό μπορούσες να διακρίνεις δύο μεγάλα γαλανά μάτια.

Μα παρουσία άξια προσοχής στον χώρο και συγκεκριμένα στο πάρτυ γενεθλείων στο σπιτι ενός φίλου. Με την πρώτη ματία που θα του έριχνες, φανταζόσουν βαθίες μεταμεσονύκτιες συζητήσεις μαζί του περί ζωής και θανάτου

Με την πρώτη αδιάφορη χειραψία που μου έκανε, γκρεμίστηκε αυτόματα και η θετική εντύπωση.

«Νίκος, χάρηκα. Πολύ βαρετά απόψε ε; Και η υγρασία χάλια. Τι το ‘θελα και βγήκα;»

Του είπα ότι κι εγώ χάρηκα, αλλά καθόλου δεν το εννοούσα. 

«Εγώ βρίσκω την βραδιά καταπληκτική. Ωραία μουσική, νόστιμο φαγητό, δεκάδες κοκτέιλ και πανσέληνος. Τί άλλο να ζητήσω;», του είπα με επιτηδευμένο ενθουσιασμό και αποχώρησα.

Εκ των υστέρων, έτυχε να ξανασυναντηθούμε σε ίδια τραπέζια με κοινούς φίλους για καφέ, για ποτό, για χορό.

Τα σκηνικά διαφορετικά, εκείνος μία από τα ίδια.

Εφόσον έχανε την προσοχή από όλα τα μέλη της παρέας που τον είχαν μάθει πλέον, πετύγχαινε πάντοτε να κρατάει ένα άτομο για όλο το βράδυ και να το περιλούζει με κάθε λογής γκρίνια, παράπονα, σκοτούρες και αρνητικότητα.

Από την κυβέρνηση στην Ευρωπαική ένωση, από το μπάσκετ στο ποδόσφαιρο, από την δουλειά στην ανεργία και από τα γκομενικά στην γειτόνισσα που σκουπίζει μανιωδώς το πεζοδρόμιο στις πέντε το ξημέρωμα.

Και ξέρετε ποιό είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι ότι μετά τον Νίκο το καλούπι δεν έσπασε.

Πόσοι και πόσοι Νίκοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας;

Άνθρωποι οι οποίοι δεν αφήνουν ασχολίαστο τίποτα, πελάτες που το φαγητό τους δεν περίεχει τους σωστόυς κόκκους άλατος, φίλοι που θα τηλεφωνήσουν μόνο για να σου πουν όλα τα τόσα μικρά και τραγικά που τους συνέβηκαν μέσα στην μέρα τους όπως το ότι ξέχασαν να πάρουν γάλα από το σουπερμάρκετ.

Γκόμενοι και φίλοι σαν τον Νίκο, καχύποπτοι και απαιτητικοί που θα ψάξουν να βρουν το κάθε σκονισμένο ελάττωμά σου και θα θελήσουν να το θρέψουν.

Είναι εκείνοι που έμαθαν να ξυπνούν πάντα με νεύρα, να έχουν αλλεργία σε όλες τις χαρές τις ζωής, ταλαντούχοι κυρίως στο να σου ρίχνουν την αυτοπεποίθηση και να σου καταστρέφουν την καλή διάθεση.  

Θυμίζουν αυτούς που τους βάζεις όλα τα θετικά στο πιάτο της τραπεζαρίας, αλλά θα πάνε να τσιμπήσουν τα καμμένα απ’το ταψί. 

Όταν περιτριγυρίζεσαι σε κοντινή ακτίνα από γκρινιάρηδες, αρνητικούς και μίζερους φίλους, πώς θα καταφέρεις να πετύχεις στόχους και επιθυμίες;

Οταν η στάση τους διαρκώς σε αποθαρρύνει κι όταν η καλή σου διάθεση βρίσκεται στον πάτο, με τη δική τους κακή να κόβει βόλτες στα σωθκά σου; 

Όλοι ξέρουμε ένα Νίκο και όλοι για λίγο ή περισσότερο, παρασυρθήκαμε στη μιζέρια του.

Σημασία έχει να μη μας γίνει εμμονή. Να μην καταντήσουμε σαν εκείνον.

Να μάθουμε να πιανόμαστε από την κάθε λεπτή κλωστή θετικότητας, που συναντάει εκείνη του ρεαλισμού και να ράβουμε πάνω τους.  

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα