Γράφει η Μαρία Π.

 

Μια φωτογραφία είχες, που ήταν η αγαπημένη μου. Σου είχα πει πως μέσα από ‘κείνη θα σ’ αγαπούσα πάντα. Κι εσύ είπες πως δε χρειάζονται οι φωτογραφίες, αν έχουμε ο ένας τον άλλον. Πού να ‘ξερες κι εσύ, πού να ‘ξερα κι εγώ.

Από τότε την ψάχνω. Δεν είναι πουθενά, αλήθεια σου λέω. Ούτε στο μεγάλο κουτί με τα δώρα που μου ’κανες, ούτε στο βιβλίο που μου χάρισες, ούτε καν στο συρτάρι που καταλήγουν όλα τα περιττά, μικρά κι ασήμαντα πραγματάκια -αυτό που όσες φορές κι αν συγυρίσω, πάλι ακατάστατο είναι. Τα έβγαλα όλα, τ’ άπλωσα στο κρεβάτι και φρόντισα να τα βάλω πίσω ένα-ένα, για να ‘μαι σίγουρη πως θα τη βρω. Πάλι δεν τη βρήκα.

Αν ήξερα, θα τη φύλαγα καλύτερα. Κάποτε την είχα κάτω από το μαξιλάρι, έτσι κάνουν οι ερωτευμένοι. Ύστερα τη μετακόμισα στο αμπαζούρ δίπλα απ’ το κρεβάτι, για να σε βλέπω μόλις ανοίγω το φως. Μετά την μπάρκαρα δίπλα στον καθρέφτη. Κάποιες φορές την είχα μέσα στην τσάντα μου, για να σ’ έχω κοντά, αν πήγαινα μακριά. Άλλες πάλι φορές, την έβγαζα από το πορτοφόλι λίγο πριν τολμήσω κάτι που φοβόμουν ή αν τύχαινε και δεν ήμουν στα πάνω μου. Αν για κάποιο λόγο δεν είχαμε μιλήσει μες στη μέρα, είχα ανάγκη να σε κοιτάξω, για να ‘ρθεις λίγο εδώ.

Ήσουν ο πιο όμορφος άνθρωπος σ’ εκείνη τη φωτογραφία. Δεν μπορώ να πω με λέξεις πόση αγάπη γέμιζα όταν την κοιτούσα. Θα μπορούσα να κάνω τα πάντα μόνο και μόνο που την έβλεπα. Κάποιες στιγμές βούρκωναν τα μάτια μου, γιατί δεν πίστευα πως μπορούσα ν’ αγαπήσω έναν άνθρωπο τόσο δυνατά.

Φορούσες το χακί και κοίταζες τη θάλασσα. Τα μάτια σου είχαν κάτι από μαγεία και πράσινο μαζί. Τα χέρια σου φαίνονταν σχεδόν ανοιχτά, όπως τις φορές που τρύπωνα εκεί μέσα. Τα μαλλιά σου ατίθασα, έτσι όπως μου άρεσαν. Μπορώ μέχρι σήμερα να σου περιγράψω τις μικρές λεπτομέρειες που σχηματίζονταν στο πρόσωπό σου και να ζωγραφίσω ακόμα και το σχήμα των χειλιών σου σε μια κόλλα. Θα ‘ναι κατά προσέγγιση, μα στο μυαλό μου θα είναι με ακρίβεια. Ήσουν ο πιο όμορφος, ο πιο δικός μου, ο πιο τέλειος, σου λέω.

Πουθενά δεν είναι, γιατί κοίταξα παντού πάνω από δυο-τρεις φορές, σε κάθε σημείο. Η αλήθεια είναι πως τελευταία την έχω ανάγκη συχνά. Είναι ψέμα αυτό που λένε πως ό,τι δε βλέπεις το λησμονάς. Εγώ δεν την ξεχνάω, γαμώτο μου. Ούτε εσένα λησμονώ, ούτε τις μικρές λεπτομέρειες, ούτε τις δικές μας μικρές συνήθειες.

Μια φωτογραφία δική σου ήταν, που την έκανα ολόδική μου. Ακόμα κι αν χωρίζαμε είχα πει πως θα την κρατούσα. Ανεύθυνη θα μ’ έλεγες κάπου εδώ και θα ‘χες και δίκιο. Όλο ξεχνώ, ακόμα και τα σημαντικά. Όλο χάνω αναγκαία πράγματα και δε λέω να μάθω. Ανεύθυνη κι ανοργάνωτη μια ζωή.

Δε βάζει ο νους μου που την έχω φυλάξει. Ίσως τελικά να ‘ναι και καλό που δε θυμάμαι. Όσο κι αν αναρωτιέμαι, δεν μπορώ να θυμηθώ πως την έκαψα εκείνο το βράδυ που σας είδα μαζί. Ήταν το ίδιο βράδυ που υποτίθεται σε ξέγραψα. Μα ακόμα εδώ αναρωτιέμαι πού πήγες και χάθηκες.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Π.: Ιωάννα Κακούρη