Ήρθες.
Ήρθες;
Πότε ήρθες;
Έπρεπε να σε είχα καταλάβει, να σε είχα νιώσει.
Να είχα ανατριχιάσει ολόκληρη.
Να είχες βαφτεί ολόκληρος με το κόκκινο του έρωτα, αυτό το κόκκινο που δεν αφήνει άλλο χρώμα να εισχωρήσει.
Ούτε ένα τόνο πιο ανοιχτό, ούτε ένα τόνο πιο σκούρο.
Να κλαίω και να οδύρομαι κάθε φορά που σε αποχωρίζομαι.
Θα έπρεπε να μου είχε κοπεί η ανάσα, να βυθιστώ σε μία και να μη χωράει άλλος αέρας στα πνευμόνια μου.
Αυτό δε λένε πώς είναι ο έρωτας;
Μα αντί αυτού νιώθω μια ακαθόριστη οικειότητα, μια ζεστασιά που με ξεβολεύει από τα στεγανά.
Πότε άδειασα το συρτάρι, πότε κρέμασες τα ρούχα σου στις κρεμάστρες;
Πότε απέκτησες δική σου θέση στον καναπέ, πότε σου έβγαλα κλειδιά για το σπίτι;
Πότε ήρθες;
Χωρίς καμιά προειδοποίηση, δίχως ένα τηλέφωνο;
Και πόσο θα μείνεις;
Θέλω να μείνεις;
Δε σε κάλεσα πάντως, αυτό το ξέρω σίγουρα.
Δεν θυμάμαι δηλαδή να σε κάλεσα.
Όχι ότι αυτό είναι πρόβλημα.
Αλλά, συγχώρα με, δε θυμάμαι να σε έχω ονειρευτεί.
Δεν θυμάμαι να σε αποζήτησα ποτέ και ποτέ άλλοτε δε μου ήταν κάποιος τόσο αναγκαίος.
Μου έφτιαξες καφέ.
Αλήθεια, σου έχω πει πώς πίνω τον καφέ μου;
Μα ποιος είσαι;
Είσαι όσα δε φαντάστηκα ποτέ, όσα δε ζήτησα και τώρα, κοίτα, μου προσφέρονται απλόχερα.
Μα δε ξέρω αν τα θέλω.
Βασικά, δε θέλω να ξέρω αν τα θέλω όλα αυτά.
Δε θέλω άλλη γνώση.
Μπάφιασα.
Ξέρω μόνο ότι θέλω να ζήσω.
Δηλαδή, αυτό είχα σχεδιάσει, αυτό κάνω τόσα χρόνια.
Ζω.
Μόνη μου.
Και εσύ μου χαλάς τα σχέδια και φτιάχνεις ένα όνειρο.
Ένα όνειρο για δύο, ένα όνειρο μαζί.
Μόνο που να, πως να στο πω, προσωπικά δεν είμαι θιασώτης του για πάντα, του μαζί.
Δηλαδή, πολύ θα το ήθελα, αλλά δεν το έχω δει, παρά μόνο σε κάτι ζευγάρια μιας άλλης εποχής.
Όχι, μη πακετάρεις τα ρούχα σου, μην αφήνεις τα κλειδιά στο τραπέζι.
Μη φεύγεις. Όχι τώρα που άρχισα να συνηθίζω στην ιδέα σου.
Δεν στα λέω για κακό.
Μιλάω για πιθανότητες.
Και αν ήρθες για να μείνεις, θα χαρώ, στα αλήθεια, θα χαρώ πολύ.
Και αν είναι να φύγεις κάντο ήσυχα, σα να μην είχες έρθει ποτέ.
Αλλά μέχρι τότε, μείνε.