Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Ναταλία Γιαννακοπούλου.
Μερικές φορές η ζωή μας είναι απλή, μια ρουτίνα χωρίς περιπέτειες, σκαμπανεβάσματα και αγωνία. Φτάνουν μόνο μερικές στιγμές και αναμνήσεις για να μεταμορφώσουν μια ζωή ήρεμη ακόμα και βαρετή σε κάτι το συναρπαστικό. Εγώ πάντοτε από μικρό παιδί δεν ήμουν πολύ κοινωνικός ούτε πολύ περιπετειώδης. Και στις σχέσεις μου τα ίδια. Ντροπαλός, διστακτικός, ανασφαλής και αφελής. Βεβαία και οι εποχές τότε ήταν διαφορετικές, πιο αγνές, πιο αργές .Όταν ήμουν νέος τα πράγματα ήθελαν το χρόνο τους κι αν δεν είχες υπομονή κι επιμονή έβγαινες χαμένος.
Για μένα η αλλαγή στη ζωή μου και στο πώς έβλεπα τα πράγματα, θα μπορούσαμε να πούμε το μεγάλο ξύπνημα, έγινε το καλοκαίρι του 1963. Ήμουν 20 ετών μόλις είχα απολυθεί από το στρατό και είχα αποφασίσει να περάσω το καλοκαίρι μου στην Αίγινα μαζί με την οικογένειά μου. Κλασικά περνούσα τις μέρες μου με βιβλία, κινηματογράφο, ραδιόφωνο και βόλτες στη θάλασσα. Μου άρεσε αυτή η σιγουριά της ρουτίνας μου. Μια μέρα όμως άλλαξαν όλα. Ήμουν στην παραλία και ως συνήθως δεν είχε πολύ κόσμο.
Εκεί που διάβαζα το βιβλίο μου άκουσα μια δυνατή φωνή μέσα από τη θάλασσα. Δε φαινόταν καλά, όμως κατάλαβα ότι κάποιος χρειαζόταν βοήθεια. Δε ξέρω τι με έπιασε, συνήθως δεν ήμουν παρορμητικός ούτε υπερβολικά γενναίος. Όμως τώρα απλά χωρίς να το σκεφτώ έτρεξα στο νερό να βοηθήσω. Πλησιάζοντας τη φωνή που εξακολουθούσε να φωνάζει κατάλαβα ότι επρόκειτο για μια κοπέλα. Και ο λόγος για τον οποίο φώναξε λες και πνιγόταν; Είχε πατήσει έναν αχινό. Στην αρχή εκνευρίστηκα λίγο, ήταν υπερβολικό το πόσο σαματά έκανε για αυτό όμως μετά κατάλαβα ότι ήταν ξένη και πιθανότατα δεν είχε ξαναδεί αχινό η τουλάχιστον δεν είχε ξαναπατήσει. Τη βοήθησα να βγει έξω κι εκείνη πονούσε τόσο που σχεδόν είχε κρεμαστεί από πάνω μου.
Όταν ηρέμησε προσπάθησα να της βγάλω το αγκάθι, ευτυχώς δεν είχε μπει βαθιά. Αφού τα κατάφερα εκείνη σταμάτησε να κλαίει και άρχισε να γελά. Γελούσε τόσο κελαρυστά και δυνατά, εγώ απλά την κοιτούσα, ήταν πανέμορφο θέαμα αν και λίγο περίεργο. Χωρίς δισταγμό με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά. Μου είπε σε σπαστά ελληνικά ότι της έσωσα τη ζωή και τέτοια. Με τα πολλά αρχίσαμε να μιλάμε και μου εξήγησε πως ήταν μισή Ελληνίδα και μισή Γαλλίδα και πως κάθε καλοκαίρι επισκεπτόταν την Ελλάδα τη χώρα της μητέρας της. Μιλούσε ελληνικά –ευτυχώς γιατί δεν ήξερα γρι στα γαλλικά- μα με την χαρακτηριστική ένρινη προφορά των Γάλλων .Όλο αυτό σε συνδυασμό με τις φακίδες τις και το χαμόγελό της ήταν πολύ χαριτωμένο.
Την έλεγαν Κολέτ και ήταν τόσο εύκολο να μιλάς μαζί της όσο και να αναπνέεις. Μου έλεγε ιστορίες από τις διακοπές της στα ελληνικά νησιά, εξομολογήθηκε πως ήταν η πρώτη φορά που πάταγε αχινό και από τον πόνο νόμιζε πως θα πέθαινε. Γελούσα, με έκανε να γελάω… Δεν την ένοιαζε να δείχνει ωραία και καθώς πρέπει, έδειχνε απλά ευτυχισμένη. Είχε σουρουπώσει και κατάλαβα πως είχαμε περάσει ώρες μαζί. Κοίταξα το ρολόι μου και ήταν ώρα να επιστρέψω μπορεί κα να είχαν ανησυχήσει συνήθως γύρναγα πολύ νωρίς. Όμως δεν ήθελα να την αφήσω. Βρήκα το θάρρος λοιπόν και τη ρώτησα αν θα ήταν εκεί και αύριο. Η Κολέτ κατένευσε, μου χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Άρπαξε την πετσέτα της και αφού με φίλησε πεταχτά –στο στόμα- έφυγε τρέχοντας. Πρέπει να ομολογήσω ότι έμεινα κοκαλωμένος στην παραλία στη θέση που με άφησε για τουλάχιστον είκοσι λεπτά μέχρι να προσέξω τα γυαλιά ηλίου που είχε ξεχάσει και να σιγουρευτώ πως δεν επρόκειτο για κάποιο όνειρο.
Από εκείνη τη μέρα και για πολλές πολλές ακόμα συναντιόμασταν στην παραλία και περνάγαμε τη μέρα μαζί. Κολυμπούσαμε, περπατάγαμε στο μόλο, εξερευνούσαμε σπηλιές, τρώγαμε θαλασσινά στις κοντινές ταβέρνες και βλέπαμε μαζί κάθε μέρα το ηλιοβασίλεμα. Μαγικές εβδομάδες. Γεμάτες συναισθήματα πρωτόγνωρα, ένιωθα ότι αν δεν έβλεπα την Κολέτ δεν είχε νόημα η μέρα μου. Ήταν τόσο διαφορετική από άλλες κοπέλες που είχα γνωρίσει, τόσο μοναδικά παράξενη και απελευθερωμένη.
Μια μέρα μάλιστα πραγματικά με άφησε άναυδο. Εκεί που καθόμασταν σε μια απόμερη ακτή, απομακρυσμένη από την υπόλοιπη παραλία χωρίς να το σκεφτεί καθόλου και κυρίως χωρίς να με προειδοποιήσει έβγαλε νωχελικά το πάνω μέρος του μαγιό της και έτρεξε στη θάλασσα γελώντας. Παρ’ ότι είχα συνηθίσει τις τρέλες της ένιωσα πάρα πολύ άβολα και δεν ήξερα αν έπρεπε να μείνω ή να φύγω. Εκείνη απτόητη μου φώναζε να μπω στο νερό μαζί της. Όταν είδε ότι δεν έμπαινα βγήκε και φόρεσε το μαγιό της πάλι. Έκατσε δίπλα μου και με σκούντησε χαχανίζοντας. Είπε ότι έβρισκε την ντροπαλοσύνη μου αξιολάτρευτη και μου εξήγησε πως ο γυμνισμός είναι ο πιο ωραίος τρόπος να κολυμπάς καθώς νιώθεις το νερό σαν μέρος του σώματος σου και ότι στο Σεν Τροπέ στη Γαλλία όλοι έτσι κολυμπούν. Εγώ την άκουγα αλλά και μόνο στη ιδέα ότι την έβλεπαν έτσι κι άλλοι άνδρες ανακατευόταν το στομάχι μου.
Τις επόμενες μέρες όλα ήταν όπως και τις προηγούμενες υπέροχα. Χωρίς γυμνισμό, χωρίς αχινούς και χωρίς τον παλιό μου εαυτό. Με είχε αλλάξει τελείως, ούτε οι δικοί μου δε με αναγνώριζαν. Ήμουν πιο άνετος, έκανα χιούμορ, γελούσα δυνατά και μιλούσα συνεχώς για την Κολέτ.
Όταν λοιπόν έφτασε η μέρα να τη γνωρίσω στου δικούς μου περίπου ένα μήνα μετά τη γνωριμία μας κι ενώ περίμενα κάτω από το ξενοδοχείο της στολισμένος και με μια ανθοδέσμη στα χέρια, η Κολέτ δεν κατέβηκε.
Περίμενα, περίμενα και περίμενα. Ώσπου αποφάσισα να μπω το ξενοδοχείο να ρωτήσω αν συνέβη κάτι.
Όμως αυτό που συνέβη, δεν το περίμενα. Η Κολέτ είχε δεχτεί το προηγούμενο βράδυ ένα τηλεφώνημα από Γαλλία. Η μαμά της είχε πάθει εγκεφαλικό και το ίδιο πρωί έφυγε επειγόντως για Αθήνα, για να προλάβει το αεροπλάνο.
Είχε αφήσει ένα μήνυμα για μένα. Να την περιμένω.
Και αυτό έκανα. Για πολύ καιρό. Κάθε καλοκαίρι επισκεπτόμουν την παραλία μας και την περίμενα. Κολυμπούσα μονός μου και κάθε μέρα έβλεπα το ηλιοβασίλεμα και αυτό για πολλά χρόνια. Καμιά φορά άκουγα το γέλιο της, όμως τα κύματα το έπαιρναν μαζί τους.
Ο έρωτας δε σε αφήνει να σκεφτείς λογικά, όπως ας πούμε να σκεφτείς να ζητήσεις μια διεύθυνση ή έστω να μάθεις ένα επίθετο. Όμως δε σε αφήνει και να ξεχάσεις και αν και μεγάλωσα και βρήκα τη δική μου «Κολέτ» στο πρόσωπο μια άλλης, εξίσου αξιαγάπητης κοπέλας, ποτέ δε θα ξεχάσω το πιο μαγικό, το πιο απρόβλεπτο και το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι, εκείνο του 1963.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ναταλίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!