Πρέπει να καταλάβεις ότι όταν λες πως θα ‘ρθεις, εγώ αρχίζω να γίνομαι ευτυχισμένη. Κι όσο πλησιάζει η ώρα γίνομαι ακόμα πιο ευτυχισμένη. Μέχρι που έρχεται τελικά η ώρα και με κατακλύζει αδημονία με την καρδιά να χτυπάει σε άστατους ρυθμούς και το βλέμμα να περιμένει να δει το δικό σου. Κι αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που κάνουν τη μέρα μου διαφορετική από τις άλλες και τις ώρες μου πιο μεθυστικές από τις συνηθισμένες.
Όταν λες πως θα ‘ρθεις να ‘ρχεσαι. Πήγε 8.07. Στις 8 δε θα ερχόσουν;
Να μη με προετοιμάζεις κι εγώ να μένω ερωτευμένη παρέα με την αναμονή. Ούτε ν’ αργείς. Αν αργείς πάει να πει πως τα λεπτά μας είναι μείον. Και τώρα είμαστε ήδη 7 λεπτά μείον.
Αν μ’ αφήνεις να περιμένω μόνη, να ξέρεις, κάτι λείπει. Πάντα κάτι λείπει. Λίγη τρέλα, λίγη ζήλια ανακατεμένα στο μπλέντερ με ματιές και φιλιά. Είναι κι αυτή η ζάλη τα βράδια από τις χαμηλόφωνες συζητήσεις μας, αυτές τις νυσταγμένες με τη βραχνή φωνή. Είναι και το ηλίθιο χιούμορ σου που μόνο εγώ καταλαβαίνω.
Για να τα ζήσω ξανά όλα αυτά περιμένω. Πάνω από το τηλέφωνο, δίπλα στην πόρτα, πίσω από το παράθυρο, έξω στο μπαλκόνι –άραγε να είσαι στην είσοδο και δε χτύπησες ακόμα το κουδούνι; Κοιτάω απ’ το ματάκι, ελέγχω και το διακόπτη να ‘μαι σίγουρη πως δεν έπεσε το αυτόματο. Και το ρημάδι το κινητό δεν πιάνει σήμα. Να δεις που θα με κάλεσες και μπήκε τηλεφωνητής.
Εσύ δεν είπες να ετοιμάζομαι στα γρήγορα για να μην περιμένεις; Τουλάχιστον εγώ έρχομαι. Πάντα έρχομαι κι ας είναι με καθυστέρηση ώσπου να βάλω τη γόβα και το κραγιόν.
Χθες στολίστηκα, στήθηκα και δεν ήσουν πουθενά. Κι ο χρόνος έμοιαζε εκδικητής της αναμονής.
Μη διανοηθείς να μου κάνεις αγαπούλες όταν έρθεις. Σήμερα, αύριο, μεθαύριο, όποτε έρθεις τέλος πάντων. Δεν το ξεχνάω, γιατί τώρα με θύμωσες.
Θα ξεκινήσω ένα μονόλογο παράνοιας και θα μου δώσεις ένα φιλί για να σκάσω. Αλλά όχι, θα στη λέω κι ενώ με φιλάς. Εντάξει, μέχρι να μαλακώσω. Μετά εσύ θα το ξανακάνεις κι εγώ δε θα θυμώσω μόνο μαζί σου, αλλά και μαζί μου που αφήνω να με τουμπάρεις συνέχεια.
Ωραία τα τηλέφωνα, καλά και τα μηνύματα αλλά σαν το «να είσαι εδώ» δεν είναι. Γιατί αν είσαι εδώ, θα σε κοιτάω σαν να είσαι εσύ, θα μου μιλάς σαν να είμαι εγώ, θα πούμε όσα νιώθουμε και μετά δεν θα ’σαι αρκετά δυνατός να φύγεις.
Μη λες πως θα ‘ρθεις, γιατί δεν μπορώ να μη σε περιμένω. Δεν μπορώ να κρατήσω την καρδιά από το να μουδιάζει, δεν μπορώ να μην ονειρεύομαι φωτιές, δεν μπορεί να μη με πιάνει καλοκαίρι, δεν μπορώ να μη βάζω τα γιορτινά στη φάτσα μου.
Σημαντικός κανόνας για μια σχέση είναι να μην κάνεις τον άλλο να νιώθει μόνος, αλλά γαμώτο κάποιες φορές αυτό νιώθω. Πότε σε βολεύει; Για πες, πότε θες να σε βολεύει να με δεις και μετά να μην έρθεις;
Ένα καλοκαίρι χαράματα περπατούσαμε στην παραλία με τα πόδια γυμνά και την καρδιά να πηγαίνει να σπάσει. Από τότε σφήνωσες στο νου, κούρνιασες στην καρδιά, έμπλεξες το σώμα σου με το δικό μου και σφράγισες τα χείλη να μην τα φιλήσει κανείς.
Η υπόσχεση που δώσαμε ήταν πως όσο καιρό κι αν είμαστε χώρια, την τάδε ημερομηνία, τον τάδε μήνα, στις 9 το βράδυ να βρεθούμε σ’ εκείνο το σημείο στη θάλασσα. Μα την πρώτη φορά δεν ήρθες, ούτε τη δεύτερη κι εγώ πια ξέχασα και το μήνα και την ημερομηνία. Μόνο την ώρα θυμάμαι. Δε βαριέσαι. Πάλι δε θα ‘ρχόσουν.
Γι’ αυτό σου λέω, αν είναι να ‘ρθεις, έλα. Όσο είναι νωρίς μη ξεχάσω κι εμάς. Έλα όπως είσαι και χωρίς να το σκεφτείς πολύ. Έλα να πάμε ακόμα μια βόλτα, αυτή που μου ‘ταξες τον Αύγουστο.
Πάνε τώρα κάτι μήνες. Δεν θέλω να τους μετρώ γιατί πληγώνουν. Την ελπίδα μόνο κρατάω φυλακτό.
Είχες πει πως η ιστορία η δικιά μας δεν τελειώνει ποτέ. «Πάντα θα έρχεσαι και πάντα θα επιστρέφω», αυτό είπες. Μα δεν ήρθες ούτε για μια στιγμή.