Πώς γίνεται όλα να έχουν αλλάξει και όμως όλα να είναι ίδια; Πώς δεν έχουν έρθει τα πάνω κάτω; Πώς δεν γκρεμίστηκε ο κόσμος; Πώς δεν σταμάτησε ο χρόνος; Μάλλον επειδή ο δικός μου κόσμος άλλαξε. Η δικιά μου ζωή έγινε άνω κάτω. Ο δικός μου κόσμος γκρεμίστηκε.
Για μένα ο χρόνος σταμάτησε ένα πρωινό, όταν σε είδα να κλείνεις για τελευταία φορά τα μάτια σου. Και όλοι μετά να λένε πώς η ζωή συνεχίζεται. Εγώ όμως πώς καλούμαι να συνεχίσω τη ζωή μου, λες και δεν έγινε τίποτα; Λείπεις εσύ. Δεν το βλέπει κανείς; Πώς γίνεται να λείπεις και εγώ να συνεχίσω να ζω λες και δε σε έχασα; Λες και δεν έχασα ένα κομμάτι από μένα; Έχω κολλήσει στο παρελθόν, και παράλληλα πρέπει να ζω στο παρόν. Αυτή η εναλλαγή του χρόνου με διαλύει. Και είναι τόσες οι φορές που θέλω να σου μιλήσω και δεν ξέρω καν πού να σε ψάξω.
Είναι μέρες που τα πάντα μου είναι δύσκολα. Από το πιο απλό, να αναπνέω. Μου είναι δύσκολο να ξυπνήσω, να ντυθώ, να φάω, να οδηγήσω. Η κάθε μου κίνηση απαιτεί απίστευτη προσπάθεια. Και ναι, με πνίγει το δίκιο. Γιατί έφυγες τόσο άδικα. Τα έχω με όλους και με όλα, με το σύμπαν, με όποιον ή ό,τι αποφάσισε να σε πάρει μακριά μου, και δεν είναι μόνο αυτό. Δεν είναι μόνο το ότι σε πήρε. Είναι το πώς έφυγες. Τόσο βασανιστικά. Και εγώ να σε βλέπω σαν θεατής, ανίκανη να κάνω κάτι.
Το πόσο στωικά το πέρασες να ξέρεις ότι με κάνει να νιώθω πολύ λίγη κοντά σου, πολύ μικρή. Είσαι ο πιο δυνατός άνθρωπος που γνώρισα και νιώθω πολύ τυχερή που ήσουν στη ζωή μου, κομμάτι μου. Είσαι ο ήρωας μου. Να σε βλέπω να κλείνεις τα μάτια για πάντα. Πώς ξεπερνιέται κάτι τέτοιο, μου λες;
Όλοι μου λένε πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός γιατί θα απαλύνει τον πόνο μου και όλα θα φαίνονται καλύτερα όταν θα έχει περάσει αρκετός. Αυτό που δεν ξέρουν είναι πως ο χρόνος στην πραγματικότητα είναι εχθρός μου. Με τρομάζει. Φοβάμαι πως με το πέρασμα του θα ξεθωριάσουν όλες εκείνες οι υπέροχες αναμνήσεις που έχω μαζί σου. Για αυτό κι εγώ, παίζω στο μυαλό μου συνέχεια σαν ταινία, τις δικές μας στιγμές ώστε να τις διατηρήσω ανέπαφες στην μνήμη μου όσα χρόνια και αν περάσουν. Πασχίζω να διατηρήσω τα χρώματά μας ζωντανά, τον κάθε διάλογο, τον ήχο του γέλιου σου, την λάμψη από το βλέμμα σου. Και αν κάποιες φορές κάτι πάει να θολώσει τότε πανικοβάλλομαι και αρχίζω να ρωτώ τους δικούς μας ανθρώπους, μέχρι να επανέρθει η ανάμνηση στο ακέραιο. Μόνο τότε ησυχάζω.
Αυτό θέλω να πω σε όσους έχουν την εντύπωση ότι ο χρόνος είναι φίλος μου. Θέλω να το φωνάξω τόσο δυνατά ώστε να με ακούσουν όλοι. Ο πόνος της απώλειας δεν περνά, ούτε καλυτερεύει. Αντίθετα. Γίνεται θυμός. Γίνεται απόγνωση. Γίνεται παράπονο. Ξαναγίνεται πόνος. Και πάει κάπως έτσι. Ένας κύκλος είναι. Δεν υπάρχει τέλος.
Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό, μου λείπεις. Και είναι αυτά που δε σου έχω πει ποτέ. Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά επειδή δεν πρόφτασα. Δεν πρόφτασα να σε ευχαριστήσω για όσα έκανες για μένα. Για όλες εκείνες τις φορές που με βοήθησες. Που ήσουν αυτός που ήσουν. Που πάντα βοηθούσες όταν και όπου μπορούσες, που πάντα με έκανες να νιώθω όμορφα, που με έκανες να νιώθω ασφαλής κοντά σου, που με έκανες να χαμογελώ και να γελώ. Τώρα δε θυμάμαι την τελευταία φορά που γέλασα με την καρδιά μου. Όλα μηχανικά τα κάνω. Ακόμα και να γελώ. Το ξέρεις ότι έκανα τα πάντα για να μείνεις κοντά μου; Δεν τα κατάφερα όμως. Η μεγαλύτερη μου αποτυχία.
Τι να σκέφτεσαι τώρα για μένα; Συμφωνείς με τα όσα κάνω; Είσαι περήφανος για την καινούρια μου δουλειά; Η’ νομίζεις πως έκανα λάθος κίνηση; Νομίζεις είμαι καλή μαμά; Άρα να γελάς εκεί που είσαι; Μόνο να γελάς.
Για τον Μ.