Τα παραμύθια, οι ταινίες και τα μυθιστορήματα μας προτρέπουν να ερωτευόμαστε το «αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο». Αυτό, δηλαδή, που δεν μας αφήνει να το γνωρίσουμε καλά, επειδή μας κρατάει σε απόσταση. Ο πρωταγωνιστής τρέχει πίσω από τη γυναίκα με το αινιγματικό βλέμμα και το ανεξιχνίαστο χαμόγελο. Όπου ακούς αινίγματα, ερωτηματικά και άλλα τέτοια, καταλαβαίνεις πως οι σκέψεις και οι βουλές του ποθητού αντικειμένου παραμένουν κρυφές κι άρα γοητευτικές.

 

«Πάντα το ασύμπτωτο ερωτευμένο μ’ ένα άλλο πάντα εμείς μ’ αυτό ερωτευμένοι. Και πεθαίνουν ανέραστες οι συγκυρίες» γράφει η Κική Δημουλά.

Κάθε ερωτική κομεντί που σέβεται τον εαυτό της και το mainstream κοινό της έχει τουλάχιστον μια τέτοια σκηνή. Μετά το υπέροχο (όπως φαίνεται δηλαδή, γιατί δυστυχώς δεν ήμασταν κι εκεί) σεξ, οι πρωταγωνιστές κοιτούν στην ευθεία των ματιών τους –απέναντι από το κρεβάτι και φάτσα στην κάμερα ντε– σκεπτικοί. Ο άντρας συνήθως μοιάζει προβληματισμένος. Η γυναίκα τον κοιτάει με πρωτοφανή απορία, σαν να μην έχει ξαναδεί στη ζωή της εκείνον που πριν από λίγο αντάλλαξαν σωματικά υγρά, και του κάνει την πρωτότυπη ερώτηση: «τι σκέφτεσαι;».

Εκείνος, μετά από μια εκκωφαντική σιωπή, ίσως και μερικες βαθυστόχαστες τζούρες καπνού, κι ενώ το κοινό περιμένει ότι τώρα θα εξηγήσει πώς ακριβώς δουλεύει ο πυρηνικός επιταχυντής αδρονίων στο cern ή θα αποκαλύψει πως εκείνος είναι όντως ο Bourne (που τον ψάχνουν σε τρεις-πάμε-για-τέταρτη ταινίες), λέει ένα «τίποτα» και ξεμπερδεύει.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, εκείνη καταλήγει να πίνει τα βράδια τραγουδώντας Πασχάλη: «εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο, εσένα π’ αγαπώ τόσο πολύ».

Αυτό το λίγο είναι που κρύβει όλο το μυστήριο.

Αναρωτιέσαι τι να σκέφτεται ο άλλος. Ακούς τραγούδια, διαβάζεις ποιήματα, μιλάς με τους κολλητούς σου… κανείς όμως δεν μπορεί να σου πει με σιγουριά για όλα αυτά που περνούν από το μυαλό του συντρόφου σου εκείνη τη στιγμή που τον πιάνεις στα πράσα να κοιτάει προβληματισμένος το απόλυτο κενό.

Στα μάτια σου φαντάζει ως φιλόσοφος που προσπαθεί να βρει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής. Στην πραγματικότητα, μπορεί και να προσπαθεί να θυμηθεί αν έκλεισε φεύγοντας το θερμοσίφωνα, αλλά πού να τολμήσει να το ξεστομίσει και να σου χαλάσει το σασπένς.

Στις μακροχρόνιες σχέσεις, τις περισσότερες φορές γνωρίζεις τι σκέφτεται ο άλλος. Και είναι περισσότερο συναρπαστικό παρά βαρετό. Πολύ συχνά πιάνεις τον εαυτό σου να απαντάει σε βλέμματα παρά σε ερωτήσεις. Ντύνεστε να βγείτε, τον κοιτάς απλώς και εκείνος σου δηλώνει «δεν βάζω γραβάτα με τίποτα». Σε κοιτάει να ετοιμάζεσαι και από το βλέμμα του καταλαβαίνεις πως του αρέσει το φόρεμά σου. Συνεχίζει να σε κοιτάει και υποψιάζεσαι πως σε λίγο μπορεί και να στο βγάλει.

Ίσως και να είναι ο άλλος προβλέψιμος, αλλά αυτές οι σκέψεις του και αυτές οι πράξεις του είναι που σε έχουν κάνει να τον αγαπήσεις. Γνωρίζεις πώς σκέφτεται και είναι στο χέρι σου να επιλέξεις αν και πόσο θα παίξεις με το μυαλό του και το κορμί του. Ξέρεις το έτερόν σου ήμισυ τόσο καλά, που μπορείς αν θες να τον σώσεις από μια βαρετή συζήτηση σε μια οικογενειακή συγκέντρωση, να τον ξυπνήσεις με το αγαπημένο του τραγούδι μια δύσκολη Δευτέρα, να παραγγείλεις αυτό που θα διάλεγε και εκείνος από ένα άγνωστο εντελώς μενού. Και όλα αυτά χωρίς να ανοίξει το στόμα του.

Στις σχέσεις αυτές, οι λέξεις παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Όπως γράφει και ο Μίλαν Κούντερα «Δεν μπορείς να μετρήσεις την αγάπη που τρέφουν δύο άνθρωποι ο ένας για τον άλλο από τον αριθμό των λέξεων που ανταλλάσσουν.» Εξάλλου, τις περισσότερες φορές μιλάνε τα «μάτια μου μεγάλα» γι’ αυτό και τα στόματα καλό είναι να περιορίζονται στα φιλιά και στα σ’ αγαπώ που όσες φορές και αν ακούγονται θα έχουν πάντα τη δική τους μοναδικότητα.

 

Συντάκτης: Ράινα Μελισσηνού