Και μια ωραία μέρα ξυπνάς και μαθαίνεις πως οι αγαπημένοι σου φίλοι περιμένουν παιδί και πως θα ήθελαν πολύ να γίνεις ο νονός του μικρού πιτσιρικιού που δεν έχει ακόμα προλάβει να ξεμυτίσει σε τούτο τον κόσμο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σε κατακλύζει ένα πελώριο συναίσθημα τιμής κι ευγνωμοσύνης, που δύο γονείς σου εμπιστεύονται το σπλάχνο τους για να του δώσεις όση περισσότερη αγάπη μπορείς. Σε κλάσματα δευτερολέπτου σε διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα το αίσθημα της ευθύνης, αν θα τα καταφέρεις να γίνεις ένας καλός νονός, που θα βρίσκεται κοντά στο βαφτιστήρι του στην ουσία και στην πράξη κι όχι μόνο στα τυπικά δώρα των εορτών που πάντα θα περιμένει με μεγάλη χαρά από σένα.
Η φιγούρα κι ο ρόλος του νονού έχουν μια ξεχωριστή θέση στη ζωή του παιδιού. Σκεφτείτε τον δικό σας νονό ή νονά. Όσο κι αν μεγαλώσουμε, δε θα ξεχάσουμε ποτέ το νονό μας, είτε γιατί είμαστε απογοητευμένοι απ’ τον ρόλο του στη ζωή μας, είτε γιατί πραγματικά κέρδισε μια θέση στην καρδιά μας με την αγάπη που μας έδειξε.
Το πιο αστείο κομμάτι της υπόθεσης είναι όταν γίνεσαι πρώτη φορά νονός! Το βάπτισμα του πυρός ή αλλιώς το άγχος που σε κατακλύζει στις ετοιμασίες της βάφτισης. Πρέπει να μάθεις απέξω κι ανακατωτά τα έθιμα και τις παραδόσεις που επικρατούν στην περιοχή σου, διότι ενώ υπάρχει ένα γενικό μοτίβο πεπατημένης λόγω θρησκείας, υπάρχουν οι λεπτομέρειες και οι μικρές αλλαγές που κάνουν τη διαφορά.
Μοιάζει σαν να διοργανώνεις μαζί με τους γονείς την πρώτη του μεγάλη ονομαστική γιορτή, στην οποία όχι μόνο έχεις αναλάβει να διεκπεραιωθεί με επιτυχία, αλλά έχεις και συμπρωταγωνιστικό ρόλο με τον μικρό μπόμπιρα, ο οποίος κατά 90% θα ρίξει το κλάμα της χρονιάς του και το βρίσκω και πολύ λογικό.
Όχι δηλαδή να ρωτήσω εγώ κι εσείς πείτε μου μετά: Σ ’αυτήν την ηλικία που όλοι προσέχουμε ευλαβικά να μην το τρομάξουμε, να μην το στενοχωρήσουμε, να γνωρίσει σιγά-σιγά την άσχημη και τρομακτική πλευρά αυτού του κόσμου, έχουμε την απαίτηση με αυτά που θ’ αντιμετωπίσει εκείνη τη μέρα να μην κλάψει;
Δηλαδή μισό λεπτό, να μπούμε και λίγο στη θέση τους τώρα και να δούμε πώς διαδραματίζεται το «μυστήριο» στα δικά τους μάτια. Αν μπορούσαν να μιλήσουν εκείνη την ώρα θα μας έλεγαν περίπου τα εξής: «Συγνώμη ρε παιδιά, αλλά εσείς μου είπατε ότι θα πάμε για μπάνιο κι αρχικά κατάλαβα ότι θα πάμε τρία το πολύ έξι άτομα, όπως γίνεται πάντα, κι εσείς μου έχετε καλέσει τουλάχιστον ένα χωριό; Τι το τόσο σημαντικό να έχει αυτό το μπάνιο, αναρωτιέμαι; Έπειτα εκτός του ότι με κοιτάνε όλοι λες κι είμαι έκθεμα μουσειακό, είναι κι αυτός ο κυριούλης με τα μαύρα που φοράει ένα περίεργο καπέλο, με μούσια γκρι μέχρι το πάτωμα και σκιάζομαι, ο οποίος τραγουδάει κάτι σαν νανούρισμα, αλλά πάλι δε νομίζω ότι θέλετε να κοιμηθώ, γιατί μου τάξατε πρώτα πως θα πάμε για μπάνιο. Κι αυτό εδώ το πράγμα δε μοιάζει ούτε με την μπανιέρα μας, αλλά ούτε και μ’ εκείνο το απέραντο μπλε που κάνουμε συνήθως μπάνιο. Έχω μπερδευτεί πάρα πολύ σας λέω, και επιτέλους τι θέλει αυτός με το καπέλο και με βουτάει μέσα εκεί και κάτι λέει και μετά πάλι έξω απ’ το νερό; Να σας πω κάτι, βαρέθηκα, φοβήθηκα, πεινάω. Θα βάλω τα κλάματα μέχρι να σταματήσετε πια να με πειράζετε όλοι σας. Θέλω τη μαμά μου τώρα!»
Άντε μετά ξαναπές του να πάτε για μπάνιο. Συστήνω εναλλακτικά κι ανεπιφύλακτα να πάτε για κούνιες παρέα, με τη μεταφορική και την ουσιαστική έννοια της φράσης!
Επιμέλεια Κειμένου Στέλλας Αστυρακάκη: Πωλίνα Πανέρη