Απλώνει το χέρι του

διστακτικά προς το πρόσωπό μου.

Ίσα που έτρεμε.

Ο δεξής δείκτης του, με πλησιάζει.

Το  άπλωμα του χεριού

μόλις που με  έφτανε.

 

Με το δάχτυλό του

ζωγραφίζει στον αέρα

το περίγραμμα του προσώπου μου.

Σαν να μην υπήρχα,

παρά ένας καμβάς

κι εγώ εκεί, παρά μόνον στη φαντασία του.

 

Δυο δάχτυλα δικά του

και τα χείλη μου είχαν πια υπόσταση.

Τρία δάχτυλα δικά μου,

τοποθετημένα αβρά.

Χάρακας για να μετρήσει τις γωνίες μου.

Τέσσερα δάχτυλα δικά του

με ακουμπούν στον ώμο.

Ζωντανεύω σιγά-σιγά.

Πέντε δάχτυλα δικά του

πέντε δάχτυλα δικά μου

στο μάγουλό μου

στο μάγουλό του.

 

Ο δείκτης του αριστερού χεριού του,

σαν ανατολή ηλίου

ξεπροβάλλει για ν ‘αντικρίσει τον μισοτελειωμένο καμβά.

Πιο τολμηρά απ’ ό, τι ο δεξής.

Εκείνος ζωγράφιζε τη μορφή μου

Κι εγώ έπλαθα τη δική του.

 

Ένα δάχτυλο κι ένα ακόμα

κι άλλα δύο

κι εγώ άλλα πέντε

δέκα δάχτυλα δικά του.

Δέκα δάχτυλα δικά μου

είκοσι δάχτυλα

μία αγκαλιά.

 

 

 

Συντάκτης: Αθανασία Πυριλίδου