«Να ανάψω τσιγάρο; Χαμήλωσε λίγο το φως. Με ενοχλεί το φως. Δεν αφήνει τις σκιές μου να ησυχάσουν. Μην με κοιτάς έτσι παράξενα. Μου θυμίζεις ανακριτή σε υπόγειο που περιμένει την μαρτυρία. Το νιώθω.
Έχεις κάνει ποτέ σου ποδήλατο με τα μάτια κλειστά; Xέρια ορθάνοιχτα να δείχνουν ανατολή και δύση;
Ξέρεις, ο αέρας χτυπάει με δύναμη τη μούρη σου, περνάει από τα πνευμόνια στην ψυχή και στην κρυώνει. Μαζεύει τα σκουπίδια και με κάθε εκπνοή αδειάζεις. Μέχρι που μένεις κενός. Έτσι νιώθω. Ελεύθερη. Καθαρή.
Η μάνα μου με κλείδωνε στο δωμάτιο για τιμωρία. Πάντα άνοιγα το παράθυρο και έφευγα. Γυρνούσα στην ώρα μου όμως. Έτσι ήμασταν και οι δύο ευχαριστημένες.
Το φουστάνι εκείνο το πορτοκαλί θα το πετάξω. Δε μου αρέσει το πορτοκαλί πια.
Τα εισιτήρια θα τα κρατήσω. Πάντα ήθελα να πάω στο Παρίσι. Με τη φίλη μου τη Ρέα θα πάω, ίσως και μόνη. Θα δούμε.
Οι γόβες μου ε; Λαχανί έντονο. Εκκεντρικές. Ποτέ δεν τολμούσα να διαφέρω ,φοβόμουν πως θα με κοιτούν παράξενα. Ήθελα να μην τραβώ τα βλέμματα και μάλιστα τα επικριτικά.
Ο Δημήτρης μου τις πήρε προχθές. Είναι λιγάκι ακριβές αλλά το αξίζω.
Ταιριάζουν με τα κόκκινα μαλλιά μου. Την άλλη εβδομάδα θα τα ξαναβάψω. Πάντα μου άρεσαν τα μακριά μαλλιά .Είναι δύναμη λένε. Τα καίω με οξυζενέ και πιστολάκια σαν από πείσμα να δω πόσο αντέχουν.
Ακόμα βαστάνε όμως.
Ναι, είμαι ευτυχισμένη μαζί του.
Είμαστε χρόνια μαζί .Από παιδιά σχεδόν. Τόση ευτυχία δεν την φανταζόμουν ποτέ. Με σφίγγει και όλα μου τα κομμάτια κολλάνε ξανά χωρίς ψεγάδια. Δε θυμάμαι τη γεύση της ζωής, χωρίς τη δική του παρουσία. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, κομμάτια από πάζλ, στο ίδιο μοτίβο. Θα κατάφερνα τίποτα χωρίς αυτόν;
Από όταν έφυγε ο πατέρας μου, έγινε τα πάντα εκείνος. Πέρασαν δέκα χρόνια. Σαν χθες μου φαίνεται. Ακόμη σχολείο πήγαινα όταν ερχόταν να με πάρει .Η μάνα μου δεν τον πολυσυμπαθούσε. Τώρα νομίζω τον αγαπά περισσότερο από μένα.
Ξέρεις είναι σπάνιο να βρεις τον άνθρωπο που θα σε οδηγήσει στη ευτυχία. Και εγώ τον βρήκα. Έφτασα ήδη στην Ιθάκη μου.
Αν φύγει όμως τι γίνεται; Στέκεσαι στα πόδια σου μετά; Ή τα θρύψαλά σου στολίζουν ψηφιδωτό σε κανένα μπουφέ; Nα διαλέγει ο καθένας ό,τι κομμάτι του λείπει ;
Καμιά φορά σκέφτομαι τι θα έκανα αν δεν είχα την καλημέρα του το πρωί. Ακόμη και τα ψώνια εκείνος τα κάνει.
Το πρωί ξύπνησα με πονοκέφαλο. Η νύχτα δεν ξημέρωνε και εγώ βιαζόμουν.
Ξύπνησα στο ίδιο σώμα άλλος άνθρωπος. Την πήρα την απόφαση.
Τηλεφώνησα στη μάνα μου, να μου στρώσει το παιδικό δωμάτιο. Της είπα οτι θα πάω και δε θα ξαναφύγω. Αρκετά έπαιξα.
Άρχισε εκείνη τα μαμουσουτού. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Ούτε χρόνο θέλω να σκεφτώ, ούτε να καταλάβω. Και όχι, δε μαλώσαμε. Απλώς έφυγα.
Εκείνος τώρα θα γυρνάει σπίτι. Θα ανησυχήσει σίγουρα, αλλά θα ηρεμήσει κάποια στιγμή.
Είπα στη μάνα μου να μην του πει που είμαι.
Δεν το πολυσκέφτηκα. Απλά έφυγα, όπως τότε που την έκανα από το παράθυρο. Ίσως μετανιώσω, ποιος ξέρει;
Πήρα πολλή αγάπη, όλα μου προσφέρθηκαν απλόχερα.
Προσφορά δίχως ζήτηση. Δεν κουράστηκα, δεν προσπάθησα, δεν κόπιασα για τίποτα.
Θέλω να γδάρω την σάρκα μου. Να ματώσω. Να κόψω τα μαλλιά μου. Να γίνω έφηβη ξανά. Δίχως πατερίτσες και βοηθητικά ροδάκια.
Να κάνω ποδήλατο με χέρι ανοιγμένα στον ορίζοντα. Να αδειάσω και να γεμίσω ξανά. Διαφορετικά αθροίσματα, κερδισμένα σε μάχες.
Θα του περάσει. Δε με πολυνοιάζει. Ας τα καταφέρει μόνος του. Πάντα του άρεσαν οι βουτιές. Έλεγε πως γεμίζουν τα πνευμόνια του οξυγόνο. Χορταίνουν.
Δεν ζητάω να με καταλάβεις. Ούτε εσύ, ούτε εκείνος. Θα με σταυρώσει με χρυσά καρφιά. Όσο και να με αναζητήσει όμως η πορεία δείχνει μπροστά.
Εσύ έχεις παιδιά; Να σου ζήσουν.
Εγώ δεν θα κάνω παιδιά. Μου το ξεκαθάρισε ο γιατρός προχτές. Ο Δημήτρης τα αγαπάει τα παιδιά πολύ. Αλλά τι σημασία έχει.
Πήγε εννιά. Πέρασε η ώρα μας. Η επόμενη συνεδρία να είναι πρωί ,παρακαλώ. Με κουράζει το φως της λάμπας. Μου δημιουργεί νευρικότητα. Οι σκιές μου ξυπνάνε και πιάνουν χορό.
Για όλα υπάρχει το τίμημα. Τίποτα δε χαρίζεται για πάντα.
Η Ιθάκη είναι μια ουτοπία που ακόμη κι αν φτάσεις εκεί, για κάποιο λόγο πρέπει να φύγεις. Πριν σε διώξει εκείνη.»