Δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι που λένε «συγγνώμη».
Ποτέ μου δεν την κατάλαβα απόλυτα αυτή τη λέξη.
Έχουν καεί τα αυτιά μου από φράσεις ανάλατες.
Τι σημαίνει «εννοώ» μια συγγνώμη;
Ετυμολογικά, σαφώς υποδεικνύει μετάνοια και γνήσια μεταμέλεια.
Είναι ταυτόσημο του λάθους, που αναγνωρίστηκε και δεν θα επαναληφθεί.
Αηδίες.
Ναι, όπως το ακούς και καθόλου δεν με αφορά αν ραγίζει η γυάλινη ηθική σου.
Πρώτη και καλύτερη, μεγάλη δασκάλα, η ιστορία, μας έχει δείξει πως τα λάθη κάνουν τεράστιους χρονικούς κύκλους επανάληψης, με τους ανθρώπους έρμαια των παθών τους ξανά και ξανά.
Τα ίδια λάθη, με άλλο φόντο, ενίοτε αγκαζέ με μια απολογία.
Ύστερα, δεν πιστεύω στη δύναμη των λέξεων. Οξύμωρο θα μου πεις, αφού είναι το εργαλείο μου.
Μα το «συγγνώμη» έχει γίνει πια ένα οικτρά προβλέψιμο άλλοθι, μια χυδαία δικαιολογία, σεντόνι για να καλύψεις τις Ερινύες σου να μην κρυώσουν.
Παίρνεις το ανάλογο ύφος, αν το έχεις με το μελό δακρύζεις λιγάκι, το ξεστομίζεις με τρεμάμενη φωνή.
Το λες όταν χύνεις απρόσεχτα έναν καφέ, όταν μπερδεύεις μια παραγγελία, όταν κερατώνεις ή ψεύδεσαι για να καλύψεις μια αλήθεια που πονάει.
Το λες για να πασπαλίσει άχνη πάνω σε σκάρτες συμπεριφορές, απέναντι σε έναν φίλο που δεν του άξιζε.
Το ίδιο κάθε φορά.
Ψεύτικο και κενό, το αρπάζεις απ’το συρτάρι και το σερβίρεις κατεψυγμένο.
Πως τολμάς;
Πως αλήθεια τολμάς να πιστεύεις πως μια τόσο κοινή λέξη, γιατρεύει έναν πληγωμένο άνθρωπο, μια ραγισμένη εμπιστοσύνη, δυο απογοητευμένα μάτια.
Δεν πιστεύω στη συγγνώμη. Ούτε στην μετάνοια πιστεύω.
Άλλωστε, το παιχνίδι παίζεται πάντα εκ των υστέρων.
Όταν σε πιάσουν, όπως τότε που ήσουνα μικρός, κι έκρυβες το σπασμένο βάζο κάτω απ’το χαλί.
Μετά έτρεχες ενοχικά στην απέναντι γωνία και περίμενες να ακούσεις τ’όνομα σου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια αυτών που πλήγωσα. Δε θα φύγει το σφίξιμο από μέσα μου, για όσους μου έδωσαν πολλά, τα πέταξα κι αποδείχτηκα λίγη.
Αν έπρεπε ίσως δικαιωματικά, να αξίζουμε μια και μόνο ειλικρινή συγνώμη, κάπως έτσι θα την σκηνοθετούσα.
Θα έβρεχε και θα ήταν νύχτα, πυκνή και βαριά.
Χειμώνας, γιατί το καλοκαίρι δεν αρμόζει ποτέ σε τέτοιες καταστάσεις.
Κι εγώ, θα στεκόμουν ακίνητη, δακρυσμένη.
Θα ζητούσα συγγνώμη απ΄την ζωή, που τόσες φορές της γύρισα την πλάτη.
Θα έκλαιγα με λυγμούς, για όλες εκείνες τις ευκαιρίες που αρνήθηκα απ΄τον φόβο μου για το άγνωστο.
Και θα κρατούσα μια τελευταία για μένα.
Για τα «δεν θα τα καταφέρω» που γέννησαν ατολμία.
Για τους έρωτες, που φτιάχτηκαν κατά συνθήκη.
Για το γαμώτο όλων εκείνων που αφήσαμε πίσω, για να κρύψουμε λίγο αργότερα τ’απομεινάρια τους, πίσω από γωνίες επίπλων.
Ύστερα θα αναπνεύσω πρώτη φορά ελεύθερα, ήρεμα γιατί θα με έχω συγχωρήσει.
Εκεί το χάνουμε όλοι. Στην αιτία.
Μιλάμε και μιλάμε πολύ, ακατάσχετα και φλύαρα απολογούμαστε και χαϊδεύουμε τα γένια μας.
Κλείσε το στόμα σου για μια φορά και άσε το σώμα να μιλήσει.
Άπλωσε δυο χέρια και χάιδεψε ένα πρόσωπο.
Άσε δυο μάτια να βουρκώσουν, να πουν όσα οι λέξεις δε μπορούν και ούτε πρόκειται να μπορέσουν.
Όπως μου είχε πει κάποτε κι εκείνος, «Εκεί είναι όλα μάγκα μου. Στα μάτια, τα δακρυσμένα.»