Ελάτε, πείτε την αλήθεια πόσοι από σας όταν ξαπλώνετε το βράδυ, σας παίρνει ο ύπνος με τη μία;
Πάντως όσοι το καταφέρνετε πολύ θα ήθελα να σας γνωρίσω αλήθεια.
Πρόσφατα διάβασα ένα πολύ πετυχημένο post που έλεγε:
«Συμβουλή προς απανταχού άυπνους, πρόβατα μετράμε, όχι λάθη!» .
Mεγάλη αλήθεια.
Πόσο εκνευριστικό είναι, να γυρνάς σπίτι σου κομμάτια μετά από μια δύσκολη μέρα και ενώ υποτίθεται πως τα έχεις τακτοποιήσει όλα, ακολουθείς πιστά και με ευλάβεια τις τυπικές βραδινές διαδικασίες πριν ξαπλώσεις, παίρνεις κι εκείνο το ύφος του ταλαίπωρου και νιώθεις πως ο αγαπητός Μορφέας σε έχει πλησιάσει επικίνδυνα.
Σε ακουμπάει, αλλά δε σ’αγγίζει.
Σ’εκείνο ακριβώς το σημείο, αρχίζουν όλα.
Βομβαρδισμός σκέψεων, η μια πίσω από την άλλη, παλεύουν ποια θα μπει πρώτη σε μια συνεχή διαμάχη κυριαρχίας στο μυαλό σου.
Ήρεμα κορίτσια, γένους θηλυκού γαρ η σκέψη, είναι μεγάλη η νύχτα, έχουμε μέλλον μπροστά μας όλες θα πάρετε!
Και το χειρότερο είναι πως όσο και αν προσπαθήσεις να τις αποφύγεις αυτές λες και το καταλαβαίνουν και γίνονται όλο και πιο επίμονες και όταν πλέον δεις ότι δεν πρόκειται κι απόψε να κοιμηθείς, τότε παθητικά παραδίνεσαι.
Ξεκινάς λοιπόν να τις βάζεις σε τάξη, αρχίζοντας από την παλιότερη, όχι γιατί είσαι δίκαιος άνθρωπος αλλά γιατί την αποφεύγεις καιρό τώρα και πρέπει να τελειώνεις μαζί της.
Επειδή λοιπόν δεν μπορείς να τη διαχειριστείς, αναγκάζεσαι να κάνεις αυτό που τόση ώρα απέφευγες.
Σηκώνεσαι απ’το κρεβάτι και ψάχνεις συμπαραστάτες.
Αρπάζεις τον αναπτήρα, στέκεσαι στο παράθυρο και χαζεύεις τις απέναντι πολυκατοικίες, ανάβεις τσιγάρο.
Πλεόν το παίρνεις σιγά σιγά απόφαση.
Δεν θα κοιμηθείς, ούτε σήμερα.
Τα δυο τσιγάρα, έγιναν πέντε.
Η εσωτερική κουβεντούλα, δείχνει κάπου να καταλήγει.
Έχεις καθίσει αναπαυτικά στον καναπέ σου και φωνάζεις, «ας περάσει η επόμενη παρακαλώ!»
Και εκείνες οι ρουφιάνες, σε ακούνε.
Παρελαύνουν όλες από μπροστά σου.
Άλλη πιο χαλαρή, άλλη πιο επιθετική, έχουν στηθεί στη σειρά και περιμένουν.
Προσπαθείς να ξεμπερδέψεις το κουβάρι ή έστω να τις παραμυθιάσεις οτι το έκανες, μια και έξω έχει πάει ήδη πέντε κι έχεις και ένα κάρο δουλειές το πρωί να κάνεις.
Μετά από πολύ ώρα, τα μάτια σου έχουν αρχίσει να κλείνουν και όλες σου οι λειτουργίες είναι σε sleeping mode.
Σηκώνεσαι δειλά απ’τον καναπέ και πηγαίνεις να ξαπλώσεις, ακουμπάς με προσοχή το κεφάλι στο μαξιλάρι ελπίζοντας οι σκέψεις, να μη σε πάρουν χαμπάρι.
Κλείνεις τα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα και τελικά δεν την γλυτώνεις ξανά την επίσκεψη.
Βρε καλώς τα παιδιά τα δικά μας, σκέφτεσαι, αλλά δεν ανοίγεις επ’ ουδενί τα μάτια γιατί ξέρεις τη συνέχεια.
Σε κοιτάνε ειρωνικά σαν να σου λένε «κι εσύ τώρα τι; νόμιζες οτι θα κοιμηθείς;» .
Επιμένεις σθεναρά στην απόφαση, να μην υποκύψεις.
Δεν κουνιέσαι, συγκεντρώνεσαι στην αναπνοή σου, προσπαθείς να μυρίζεις το άρωμα τριαντάφυλλο στα σεντόνια και να παρασυρθείς στην ηρεμία.
Πόσο όμως ν’αντέξεις ακόμα;
Πόσο όταν όλες οι σκέψεις στριφογυρίζουν, σαν ενοχλητικά κουνούπια δίπλα στο κεφάλι σου;
Άδικος κόπος.
Σηκώνεσαι, φτιάχνεις καφέ, αξημέρωτα ακόμα έξω.
Ανοίγεις το χαζοκούτι. Χαζεύεις και εσύ.
Σέρνεις τα πόδια σου, ντύνεσαι, πας στο γραφείο νωρίτερα πριν καλά καλά ανοίξει.
Πίνεις τον έναν εσπρέσσο μετά τον άλλο.
Εκεί γύρω στις έντεκα , σε παίρνει ο ύπνος πάνω στον υπολογιστή, μόλις δυο βήματα από το γραφείο του διευθυντή.
Νοσταλγείς το μαξιλάρι σου.
Αυτή η μάχη, δε θα τελειώσει ποτέ.