Διαβάστε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Ήταν ό,τι πιο ευχάριστο είχε ακούσει η Αγάθη μέχρι τότε. Μια βδομάδα περίμενε και το συζητούσε. Έκανε τόσα σενάρια στο κεφάλι της, σχεδίαζε μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Την είχε τρελάνει τη φίλη της την Άντα 7 μέρες, μέρα-νύχτα να τη ρωτάει πώς να φερθεί, πώς να μιλήσει, τι να φορέσει, πού να τον πάει. Άλλωστε, θ’ άραζαν στην πόλη της και στα μέρη της. Έπρεπε το απόγευμά τους να είναι αντιπροσωπευτικές ώρες απ’ τη ζωή της εκεί. Μια απάντηση έπαιρνε, όμως, μόνο απ’ την Άντα: «Να ‘σαι ο εαυτός σου, μωρέ. Αφού σε γούσταρε όπως σ’ είδε μέσα απ’ το facebook, δεν υπάρχει περίπτωση να τον απογοητεύσει ό,τι δει από κοντά».

Ο Φίλιππος πήρε άδεια απ’ τη δουλειά. Βρήκε αφορμή να φύγει, για να επισκεφθεί έναν καλό του φίλο που σπούδαζε σε μια πόλη κοντά στην Πρέβεζα κι αυτή του την επίσκεψη χρησιμοποίησε σαν δικαιολογία σ’ όποιον ρωτούσε πού πήγαινε. Πολύ λίγοι ήξεραν την ύπαρξη αυτής της κοπέλας, δεν μπορούσε να δώσει σ’ όλους εξηγήσεις. Ποτέ δεν το ‘κανε όμως, πάντα σε δυο-τρεις παιδικούς φίλους ανοίγονταν μόνο.

Ετοιμάζει τα πράγματά του, παίρνει μαζί τις οικονομίες που ‘χε κρατήσει γι’ αυτό το ταξίδι, οπλίζεται μ’ όσο θάρρος είχε, βάζει μπροστά τ’ αυτοκίνητο και ξεκινάει. Σε κάθε στροφή ανάμεσα στα βουνά και στα λιγοστά χιόνια που ‘χαν μείνει στην άκρη του δρόμου, τη σκεφτόταν. Έκανε όμως για πρώτη φορά και μερικές περίεργες σκέψεις για ‘κείνη. Δεν ήξερε αν η κοπέλα που θ’ αντικρίσει μπροστά του ήταν αυτή που τόσο καιρό έβλεπε μέσα από μια οθόνη. Αν ήταν τελείως διαφορετική; Αν απ’ την άλλη ήταν τόσο καλή όσο πίστευε; Αν κολλούσε; Αν την ερωτευόταν; Δεν ήξερε αν ήταν η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο, δεν ήξερε αν μεταξύ τους ήταν εφικτό. Διακόσια ενενήντα χιλιόμετρα που τους χώριζαν δεν ήταν και λίγα. Πλέον όμως τους χώριζαν μόνο ενενήντα. Είχε φτάσει και σε λιγότερο από μια μέρα θα ‘χε εκμηδενίσει την απόσταση.

Κυριακή η μέρα, 24 του Απρίλη. Εφτά μήνες και δέκα μέρες επικοινωνίας, χωρίς ούτε ένα άμεσο βλέμμα. Η Αγάθη έγραφε το πιο σημαντικό διαγώνισμα το πρωί κι είχε ξενυχτήσει. Όταν τελείωσε, τον πήρε τηλέφωνο να δει αν ξεκίνησε. Είχε φτάσει σχεδόν μεσημέρι κι ο Φίλιππος την είχε αφήσει σε μια μυστηριώδη αναμονή. «Θα ξεκινήσω πρωί», της είχε πει κι ακόμα να της πει ότι έφτασε. Αποφασίζει να ξεκουραστεί και με το που κλείνει τα μάτια της χτυπάει το τηλέφωνο. «Έλα, έφτασα, δεν ξέρω πού ακριβώς είμαι. Έλα να με βρεις στο τέλος του κεντρικού δρόμου». Και κάπως έτσι πήγαν στράφι όλα τα σχέδια που είχε κάνει. Έβαλε ό,τι βρήκε μπροστά της, σχεδόν άβαφη, πήρε την τσάντα της και τα κλειδιά της, δεν έδωσε αναφορά σε κανέναν κι έφυγε. Πέντε λεπτά περπάτημα απ’ το σπίτι της στο σημείο εκείνο και της φάνηκαν αιώνας.

Και ξαφνικά, κάπου ανάμεσα στο γρήγορο χτυποκάρδι και τις κοφτές ανάσες, τον είδε από μακριά. Ένα συναίσθημα περίεργο ένιωσε, σαν μια μάνα που πρώτη φορά βλέπει το νεογέννητο παιδί της. Ξέρει πως υπάρχει, το νιώθει μέσα της, αλλά επιτέλους το αγκαλιάζει, συνειδητοποιεί την ύπαρξή του και το ρεαλισμό γύρω απ’ το συναίσθημά της.

Η σπίθα ολοφάνερη απ’ το πρώτο βλέμμα. Η Αγάθη να λέει «Δεν το πιστεύω πως σε βλέπω, τελικά υπάρχεις ε;» κι έμεινε με το στόμα και τα χέρια ορθάνοιχτα, έτοιμη να τον αγκαλιάσει. Εκείνος, μαζεμένος σε μια γωνιά, με μια αγχώδη χαρά και τρεμάμενη φωνή να της λέει κοφτά «Επιτέλους, ναι! Τι κοριτσάκι είσαι εσύ;». Κοριτσάκι ήταν, ναι, αλλά αυτό ήταν που τον εντυπωσίασε, κάτι που σ’ όλες τις άλλες δεν έβλεπε.

Εκείνο το πρώτο κοίταγμα ήταν μοιραίο. Ξεκίνησαν να βολτάρουν, τους βοήθησε κι ο καιρός. Έκατσαν αραχτοί όλο το απόγευμα, να τους χτυπάει ο ήλιος σε μια ταράτσα και να μιλάνε, να κοιτάνε την πόλη από ψηλά και ν’ ανταλλάσσουν τα πρώτα φιλιά. Ήταν όλα τόσο οικεία μεταξύ τους. Λες κι είχαν ξαναβρεθεί. Ένιωθαν τέτοια ασφάλεια ο ένας με τον άλλον. Έτσι κι αλλιώς είχαν κουβεντιάσει τόσο πολύ. Πλέον κι επίσημα, δεν ήταν άγνωστοι, ήταν δυο ερωτευμένοι στα σκαριά. Συνέχισαν μ’ έναν καφέ σ’ ένα μικρό μαγαζί και με βόλτες με τ’ αυτοκίνητο σ’ ολόκληρη την πόλη. Εκείνη να του δείχνει τα μέρη της κι εκείνος να τη χαζεύει διακριτικά.

Ξεκίνησε να σουρουπώνει. Έπρεπε να φύγει ο Φίλιππος, να ξεκινήσει, είχε χιλιόμετρα μπροστά του. Κανείς απ’ τους δυο δεν ήθελε. Έκατσαν για λίγο σιωπηλοί κι αγκαλιασμένοι στ’ αυτοκίνητο. Έτσι, φανέρωσαν πόσο ωραία πέρασαν εκείνο τ’ απόγευμα. Αν μπορούσαν, θα μεγάλωναν τη μέρα, για να μείνουν άλλη μια ώρα μαζί. Και το ενδεχόμενο πως δεν ήξεραν πότε θ’ ανταμωθούν πάλι το ‘κανε ακόμη πιο δύσκολο.

Την άφησε λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι της. «Να προσέχεις» της λέει, «Θα σου στείλω μόλις φτάσω. Άξιζε που ‘ρθα μέχρι εδώ, μικρή.» . Κι εκείνη απαντάει «Πολύ με πονάει που δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ, αλλά κάτι μου λέει πως όλο αυτό θα τραβήξει πολύ. Ευχαριστώ που ήρθες μέχρι εδώ, ευχαριστώ γι’ αυτό τ’ απόγευμα.»

Κι ο Φίλιππος το ‘ξερε, δε θα την άφηνε έτσι, τη γούσταρε την Αγάθη, τον έκαιγε η σκέψη της. Το ίδιο κι εκείνη. Γύρισε σπίτι της διχασμένη. Απ’ τη μια είχε περάσει μία απ’ τις πιο όμορφες μέρες, απ’ την άλλη δεν τον χόρτασε. Του στέλνει «’Οποτε μπορέσω, θα ‘ρθω εγώ, σε παρακαλώ όμως, πες μου ότι το τέλος μας δεν ήταν αυτή η συνάντηση. Θέλω κι άλλο». Κι εκείνος, για πρώτη φορά, απάντησε μ’ ένα μήνυμα πιο διαχυτικό απ’ τα άλλα: «Έφτασα. Κι εγώ θέλω πολύ ακόμα κι ας ζοριστώ. Α, και πολύ ωραίο το βραχιόλι που μου ‘δωσες, θα το βάλω μαζί με τ’ άλλα. Καληνύχτα, θα σε πάρω το πρωί μόλις ξυπνήσω».

Όλα όσα έβλεπαν τόσο καιρό ταίριαζαν τέλεια μ’ ό,τι είδαν από κοντά κι οι δυο τους. Οι κινήσεις τους ταίριαζαν τέλεια στον τρόπο της ομιλίας τους, τα πρόσωπά τους ακόμη πιο όμορφα χωρίς τα πίξελ να τα καλύπτουν, οι φωνές τους πολύ πιο μαλακές χωρίς τ’ ακουστικό. Είδαν ο ένας στον άλλον την πιο όμορφη εικόνα μέχρι τώρα. Κι έτσι σκάλωσαν. Ήθελαν πολύ ακόμη. Έτσι κι αλλιώς, η γεύση του ελάχιστου σε κάνει πάντα να θες κι άλλο, μόνο που αυτό δεν ήταν απωθημένο, ήταν έρωτας. Έρωτας απ’ την πρώτη κουβέντα, την πρώτη ανθρώπινη επαφή, από την πρώτη όψη.

 

Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Β. Ζάχου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Έλλη Β. Ζάχου