Μιλούσε σπάνια. Ήξερα πως στη ζωή του δούλευε δύσκολες ώρες σε μια δουλειά για την οποία ντρεπόταν να μιλήσει η κόρη του και φίλη μου.
Το μεγάλο του βάσανο. Ήταν σκουπιδιάρης.
Τον άκουσα τυχαία μια φορά να της μιλά με πόνο μήπως και καταλάβει, τον ίδιο, την κοινωνία που επρόκειτο να αντιμετωπίσει, τη ζωή. Λόγια λίγα, απλά και ουσιαστικά.
«Μια ζωή την έζησα μέσα στα σκουπίδια. Δεν παραπονέθηκα στιγμή.
Μου έδινε λεφτά για να ζω την οικογένειά μου και φίλους, λίγους και καλούς. Ήθελα να σου πω αυτό, μόνο, να το έχεις να πορεύεσαι στη ζωή σου.
Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου δεν κοιτούσαν τα απορρίμματα.Εγώ πάντα κοιτούσα και κάθε τόσο έβρισκα κάτι να γυαλίζει κάπου εκεί, ανάμεσα στις σακούλες. Ένα κόσμημα, ένα κέρμα, ένα φυλαχτό.
Έτσι είναι και οι άνθρωποι. Μια ζωή μέσα σε περίπλοκα, ακατανόητα, βρώμικα πράγματα. Και ποτέ δεν βλέπουν το χρυσό.
Γιατί δεν θέλουν, έχουν βολευτεί στην βρωμιά».
Και πράγματι. Αυτοί είμαστε οι άνθρωποι.
Μια ζωή να γκρινιάζουμε για την άδικη την τύχη μας, που μας έστειλε έρωτες δύσκολους, δουλειές ντροπιαστικές, σπίτια μικρά. Ζούμε μέσα στη μιζέρια και αναλωνόμαστε σε όλα τα στραβά που έχουμε στη ζώη μας.
Και κυρίως, δεν κάνουμε τίποτα απολύτως για να αλλάξουμε όλα αυτά που δεν μας αρέσουν. Φοβόμαστε.
Δεν κοιτάμε τον χαμογελαστό, αυθεντικό, αυθόρμητο άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας. Έχουμε συνηθίσει την ίντριγκα, την αρρώστια. Και δεν τις αλλάζουμε με τίποτα στον κόσμο.
Δεν ευγνωμονούμε που εν καιρώ κρίσης εμείς έχουμε δουλειά, μόνο παραπονιόμαστε που κάποιος βγάζει περισσότερα από εμάς.
Δεν χαιρόμαστε τη θαλπωρή του σπιτιού μας, μόνο το βρίζουμε που είναι μικρό. Ή μάλλον μικρότερο από του γείτονά μας.
Και κάπου γύρω στα πενήντα, αφού έχουμε αλλοιωθεί και κουραστεί από όλα αυτά, καταλήγουμε ότι τόσα χρόνια ασχολούμασταν με κάρβουνα ενώ θα μπορούσαμε να ασχολούμαστε με διαμάντια.
«Τα κάρβουνα σε καίνε, σε λερώνουν, σε γράφουν και σε μουτζουρώνουν. Και τελικά διαλύονται μοναχά τους.
Γίνονται σκόνη, στάχτη. Κι εσύ νόμιζες πως αυτά είχαν σημασία, αυτά θα έμεναν για πάντα.
Στην πορεία σου μέσα στα κάρβουνα, βρίσκεις κατά καιρούς, κάτι περίεργες πετρούλες. Σου φαίνονται αδιάφορες.
Είναι τα ακατέργαστα διαμάντια. Αυτά που εσύ μια ζωή υποτιμούσες, τώρα βλέπεις πως σπάνε σπάνια και αν σπάσουν χωρίζονται σε εκατομμύρια μικρά ολοκάθαρα κομματάκια.
Να τα μαζεύεις παιδί μου τα διαμάντια, να τα κρατάς. Αυτά μένουν!»
Όμως δεν τα μαζεύεις, τα φοβάσαι. Δεν σου αρέσουν οι αλλαγές.
Δεν τα καταλαβαίνεις κιόλας. Και τα αφήνεις.
Και μετά μια ζωή μετανιώνεις και βρίζεις τον εαυτό σου που ήσουν τόσο ανίκανος. Τόσο ανίκανος να ξεχωρίσεις, να χαρείς.
Ο άνθρωπος κυλιέται στα κάρβουνα και στα σκουπίδια κύριες και κύριοι. Μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό του, μέχρι εκεί αντέχει, μέχρι εκεί του αξίζει.
Από τη μια καταριέται αυτή τη ζωή, από την άλλη την αποζητά, σνομπάρει οποιαδήποτε άλλη. Και φοβάται.
Φοβάται γιατί τα κάρβουνα ναι μεν κάνουν μουτζούρες, τα διαμάντια όταν δεν τα προσέχεις όμως κάνουν χαραγματιές. Και οι χαραγματιές πονάνε και αφήνουν σημάδια.