Κοκκινισμένο, ζαρωμένο, χιλιοταλαιπωρημένο το μωρό στο μαιευτήριο, γύρω-γύρω θειάδες, γιαγιάδες και νονάδες να το φτύνουν μην το βασκάνουν και να εύχονται στους τρισευτυχισμένους γονείς «να το δείτε όπως ποθείτε!».
Χαμογελάνε κι εκείνοι από περηφάνια, λες και το παιδί είναι απλά μια προέκταση από το χέρι ή το πόδι τους και απαντούν με φωνή χαρωπή και συγχρονισμένη, «ευχαριστούμε!».
Νομίζω ότι οποιοσδήποτε γονιός σέβεται τον εαυτό του και επιθυμεί να υποστηρίξει αυτό το ρόλο με αξιοπρέπεια, η μόνη επιλογή που έχει εκείνη τη στιγμή είναι να διαολοστείλει τις θειάδες, τις γιαγιάδες και τις νονάδες.
Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν υπάρχει πιο εγωιστική ευχή από αυτή και το χειρότερο είναι πως έχει πάρει μόνιμο συγχωροχάρτι, επειδή απλώς τυγχάνει να λέγεται σε στιγμές αντικειμενικής ευτυχίας.
Πίσω όμως από αυτή καθ’ αυτή την ευχή, κρύβονται άλλοτε στα μουλωχτά και άλλοτε όχι τόσο,ολόκληρες νοοτροπίες.
Νοοτροπίες που αρκετοί τάχαμου απελευθερωμένοι, θα σπεύσουν να πουν ότι δεν ισχύουν πλέον, στην πραγματικότητα όμως είναι ολοζώντανες και στέκονται δίπλα μας, να μας θυμίζουν την κατάντια μας.
Τρανή απόδειξη το πόσες φορές έχει ακούσει ή έχει παραδεχτεί ο καθένας μας «κοίτα, εγώ ζωγράφος ήθελα να γίνω, σπούδασα όμως Νομική, γιατί το ήθελε ο πατέρας μου» ή ακόμα χειρότερα «παντρεύτηκα τον Βασίλη, ενώ ήμουν ερωτευμένη με τον Στέφανο, γιατί είχα πατήσει τα 35 και η μάνα μου περίμενε εγγόνι».
Προσδοκίες άλλων ανθρώπων που υποτίθεται σε αγαπούν, ανιδιοτελώς στα λόγια και στα οικογενειακά τραπέζια, ιδιοτελώς όμως, στην ουσία.
Ο γονιός σε φέρνει στον κόσμο, σε μεγαλώνει, σε φροντίζει, σε σπουδάζει, σε χαρτζιλικώνει και στην Ελλάδα του ’14 εξακολουθεί να πιστεύει πως έχει apriori το δικαίωμα να καθορίζει τις επιλογές σου, να διατάζει και να εκβιάζει, υπογράφοντας πολλές φορές την καταδίκη σου.
Η επιείκεια με την οποία αντιμετωπίζει η εγχώρια κοινωνία το φαινόμενο, αποδεικνύει απλώς τις μεγάλες του διαστάσεις.
Ακόμα και σε περιπτώσεις που ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, ο Έλληνας έχει την τάση να τις αντιμετωπίζει με χιούμορ, χαβαλέ και σαρκασμό.
Οι τραγελαφικές φιγούρες των πατεράδων που παρακολουθούσαν τους ποδόγυρους των έφηβων κοριτσιών τους στις ασπρόμαυρες ταινίες, αντί να δημιουργούν αποστροφή, προκαλούν γέλιο.
Παράδοση βαθιά ριζωμένη στα εντελώς συντηρητικά μυαλά μας, από την οποία αρνούμαστε πεισματικά να αποδεσμευτούμε.
Υπάρχουν ακόμη γονείς οι οποίοι παραδέχονται με χαμόγελο ως τα αυτιά πως «αν εμένα ο γιος μου βγει πούστης, θα τον κρεμάσω ανάποδα στην πλατεία» λες και ξεχνάνε πώς εκείνη τη στιγμή μιλάνε για το ίδιο τους το παιδί.
Τα ποσοστά αυτοκτονιών και πασχόντων από κατάθλιψη, προφανώς δεν είναι ικανά να μας ιδρώσουν το αυτί ώστε ν’ αλλάξουμε ρότα.
Μην ξεχνάμε, το βασικό είναι από την πρώτη μέρα γέννησής μας κιόλας, να γίνουμε αυτό που «ποθούν να δουν οι γονείς μας» και η θηλιά στο λαιμό πιέζει τόσο ασφυκτικά, που δεν μπορείς να την αγνοήσεις, θες δε θες.
Σε μια έρευνα που διεξάχθηκε πρόσφατα σε μελλοντικούς θανατοποινίτες για λογαριασμό μεγάλης αμερικανικής εφημερίδας, με βασικό ερώτημα «τι θα άλλαζαν στη ζωή τους αν είχαν μια δεύτερη ευκαιρία», επικρατέστερη απάντηση ήταν πως θα ζούσαν με τον τρόπο που οι ίδιοι επιθυμούσαν και όχι σύμφωνα με τις εκάστοτε κοινωνικές νόρμες.
Φανταστείτε απλώς τι θα συνέβαινε, αν αυτή η έρευνα διεξαγόταν στην Ελλάδα.
Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω, εντελώς ανάξιοι να λέγονται γονείς.
Γονείς που επικαλούνται εμφράγματα και εγκεφαλικά κάθε τρεις και λίγο.
Γονείς που στήνουν ψεύτικες αυτοκτονίες.
Γονείς που βάζουν κοριούς στα τηλέφωνα των παιδιών τους και κάμερες στα εφηβικά δωμάτιά τους.
Γονείς που αποφάσισαν να γίνουν γονείς, απλώς για να δημιουργήσουν τη συνέχειά τους.
Για να αφήσουν άλλους στο δρόμο τους να ολοκληρώσουν όσα εκείνοι δείλιασαν ή δεν πρόλαβαν.
Γονείς που ευνουχίζουν τις πρωτοβουλίες και τις επιθυμίες των παιδιών τους, χωρίς την παραμικρή τύψη.
Γονείς που στο τέλος της ημέρας θα κοιμηθούν ήσυχοι και θα πουν «σ’ αγαπώ», νομίζοντας πώς ξέρουν τη σημασία της λέξης.
Αν νομίζετε πώς απέχετε πολύ από την παραπάνω περιγραφή, σκεφτείτε το την επόμενη φορά που θα χτυπήσετε το χέρι στο τραπέζι φωνάζοντας «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ, γιατί είμαι μάνα σου!».
Υπάρχουν όμως και νέοι άνθρωποι γεμάτοι τύψεις και αμφιβολίες, επειδή δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στον «πόθο» των γονέων.
Παιδιά των οποίων η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας, να αποδείξουν ότι αξίζουν, να γευτούν επιτέλους την αποδοχή των γονέων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστορία ενός πολύ καλού μου φίλου, διευθυντή σύνταξης σε ένα από τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά site της χώρας, του οποίου η μάνα εξακολουθεί ν’ αναρωτιέται «μα καλά, τα διαβάζει κανείς αυτά που γράφεις;».
Το λέμε μεταξύ μας σαν ανέκδοτο, καθόλου όμως δεν είναι.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έλεγα πως αν ποτέ κάνω παιδί, θέλω μια κόρη.
Και ήθελα κόρη για τους πιο κλισέ λόγους που μπορεί να φανταστεί κάποιος.
Για να τη ντύνω με φορεματάκια, να της βάζω μαργαρίτες στα μαλλιά και χρυσόσκονες στα βλέφαρα.
Ήθελα ένα κοριτσάκι πορσελάνινο και κουκλίστικο. Να είναι δικό μου.
Να την κάνω μπαλαρίνα, που εμένα τα πόδια μου πάντα στραβά ήταν και δεν αξιώθηκα να πάω μπαλέτο ποτέ μου.
Να της μάθω πιάνο μόνη μου, να της διαβάζω ποίηση και όταν μεγαλώσει και έχοντας ήδη πτυχία σε μουσική και χορό, να τη στείλω έξω να κάνει καριέρα.
Ευτυχώς που δεν έγινα ως τώρα μητέρα.
Αυτομουτζώθηκα πρόσφατα, όταν κατάλαβα πως ήμουν κοντά -έστω και στη θεωρία- στο να μεταμορφωθώ σε αυτό που σιχαίνομαι.
Με παρηγορεί μόνο ότι το κατάλαβα εγκαίρως και με αυτό τον τρόπο πείθω τον εαυτό μου, πως τουλάχιστον δεν θα διαπράξω εγκλήματα εναντίον των παιδιών μου.
Το δεύτερο που με παρηγορεί, είναι πως αν τελικά γίνω μητέρα και γεννήσω εδώ, θα μεγαλώσω ένα παιδί σε μια χώρα στην οποία τελικά, υπάρχουν και καλλιτέχνες και ελεύθεροι επαγγελματίες και 40χρονοι που ακόμη ψάχνουν το δρόμο τους σε μια ατέρμονη προσπάθεια να βρουν αυτό που πραγματικά θα τους κάνει ευτυχισμένους.
Που υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να ζουν ασυμβίβαστοι.
Σε μια χώρα, που όσο και αν κάποιοι προσπάθησαν -και προσπάθησαν εντόνως- εξακολουθούν να υπάρχουν ελεύθερα μυαλά.
Μυαλά που εύχομαι να παραμείνουν έτσι, όταν γίνουν και εκείνα γονείς.
Αν τελικά έπιανε η ρημαδοευχή «να το δείτε όπως ποθείτε», θα είχαμε πήξει στους γιατρούς, τους δικηγόρους και τους καθηγητάδες.
Και άντε να δούμε ποιους θα ερωτευόμασταν μετά, εμείς οι «δεν θα με δείτε όπως ποθείτε».
Πρώτη δημοσίευση: eyedoll.gr