Γράφει η Άννα Παυλίδου.
Πάντα ήθελα να γράψω για σένα.
Νομίζω πως είμαι πλέον έτοιμη να έρθω αντιμέτωπη με σένα και με μένα.
Μ’εμάς. Αυτό το παράξενο και αιώνιο δέσιμο.
Άραγε μας φαντάστηκες ποτέ μαζί; Πραγματικά μαζί, χωρίς δανεικές κλεμμένες στιγμές.
Να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε αγκαλιά, να ανακατεύουμε τα σεντόνια που θα χωράνε και τους δυο μας, και όχι ο καθένας τα δικά του χωριστά.
Να ακούω την ανάσα σου δίπλα μου κι εσύ τη δική μου.
Να σου λέω καλημέρα και να σε ρωτάω τι κάνεις.
Να έχω πάνω σου δικαίωμα και να το σφετερίζομαι αλαζονικά.
Να μην περνάς καλά μακριά μου, και να γυρνάς το βράδυ για να μου πεις πόσο πολύ σου έλειψα.
Να μην ανησυχώ και να μη φοβάμαι μη μου πάθεις κάτι.
Να σ’έχω στη ζωή μου σε πραγματικό χρόνο. Να σταματήσω να ζω μέσα από όνειρα.
Να ήξερες πόσο προσπάθησα να σε βγάλω από μέσα μου, να πάψεις πια να με στοιχειώνεις.
Όλες μου οι προσπάθειες πήγαν χαμένες γιατί ο έρωτας δεν είναι παιδί της λογικής.
Είναι βίαιος και αυταρχικός, προστάζει κι εγώ σκύβω το κεφάλι.
Γιατί πώς να σε βγάλω από μέσα μου όταν είσαι κομμάτι από μένα;
Πώς να μάθω να ζω μισή;
Έχω μάθει να σ’αγαπάω. Δεν ξέρω άλλο τρόπο. Ποτέ δεν ήξερα.
Ο χρόνος περνούσε με μένα να ελπίζω πως μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Έτσι μου έλεγαν, κι εγώ το πίστεψα. Μα η ανάγκη να σε δω ή να μάθω για σένα έμενε πάντα ίδια.
Ό,τι και αν έκανα στη ζωή μου εσύ εκεί, φάντασμα δίπλα μου, στις χαρές μου και στις λύπες μου.
Καμιά φορά ένιωθα τόσο έντονη την παρουσία σου που τρόμαζα.
Και να σκεφτείς πως μου έδωσες μόνο ψίχουλα, και τις φορές που πήγες για το παραπάνω φοβήθηκες. Το πήρες πίσω κι έμεινε μόνο μια δειλία.
Για ποιο πράγμα να σου μιλήσω πρώτα;
Για τις νύχτες που έκλαιγα κρυφά για να μη με ακούσει κανείς;
Για τα ατελείωτα πακέτα τσιγάρα που άδειασα προσπαθώντας να καταλάβω τι έχω κάνει λάθος;
Για τα ψεύτικα «είμαι καλά» που έχω πει σε φίλους και γνωστούς;
Για το ότι ποτέ δεν μπόρεσα να νιώσω αγάπη για άλλον άνθρωπο;
Είναι τόσα πολλά αυτά που θα ήθελα να σου πω αλλά δεν θα το κάνω, όχι γιατί δεν θέλω αλλά γιατί δεν έχει νόημα να μιλάω πια σε φαντάσματα.
Δικαιούμαι να έχω κάποιον δίπλα μου με σάρκα και οστά, να με αγαπάει και να με φροντίζει, να με κάνει να νιώθω ασφαλής, να μη χρειάζεται να κρύβομαι πια.
Δεν θα σε θυμηθώ ξανά τα Χριστούγεννα, ούτε στα γενέθλια σου.
Όμως το μεγαλύτερο κομμάτι της καρδιάς μου ανήκει σε σένα.
Κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει, θα μάθω να ζω χωρίς αυτό, με ό,τι μου έχει απομείνει.
Θα μαζέψω τα κομμάτια μου, θα κλείσω τις πληγές μου και θα συνεχίσω.
Μονάχα μια χάρη θα σου ζητήσω.
Μη γυρίσεις ξανά.Ποτέ, για κανέναν λόγο.
Και αν με δεις τυχαία στο δρόμο, πες πως δεν με γνώρισες ποτέ.
Άφησε με να ξεχάσω, πως δεν έχω πια κανένα δικαίωμα να σ’αγαπώ.