Δεν ξέρω αν με θυμάσαι, αν με σκέφτεσαι. Έχει περάσει καιρός. Μπορεί να προχώρησες, μακάρι να συνέχισες τη ζωή σου. Στο εύχομαι, γιατί θα ήταν το καλύτερο για σένα. Πάντα στο έλεγα, κοίτα μπροστά και μη σε νοιάζει τι αφήνεις πίσω. Ελπίζω να με άκουσες, αν και ποτέ δε με άκουγες. Ήταν ο τρόπος σου για να μου πεις ότι δε χρειάζεσαι υποδείξεις, συμβουλές για το πώς θα ζήσεις κι ας ήθελα μόνο το καλό σου. Όχι το καλό μας, το καλό σου.
Εγώ σε θυμάμαι, όλα τα θυμάμαι. Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω τον άνθρωπο που με σημάδεψε, κυριολεκτικά και μεταφορικά; Όχι πως δεν προσπάθησα. Τώρα είμαι σίγουρος ότι δε θα σε ξεχάσω, ίσως κατά βάθος να μη θέλω κιόλας. Δεν ξέρω.
Έχεις μία απάντηση για όλα, μου έλεγες κι ήρθε η ώρα να σε διαψεύσω. «Στο τέλος, όλοι ξέρουμε την απάντηση, το θέμα είναι αν θέλουμε να τη δούμε». Τα ίδια μου τα λόγια έρχομαι να πάρω πίσω. Δεν έχουμε μία απάντηση για όλα, μόνο πιθανές λύσεις με κύριο παράγοντα τον εαυτό μας. Ένα απ’ τα πολλά μαθήματα που μου έδωσες.
Δεν ήμουν ποτέ συναισθηματικός. Απόμακρος, περίεργος, κλειστός, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά μου. Αντικοινωνικός. Κοινωνικά αγοραφοβικός, με είχα ορίσει μέσα στα πλαίσια αστείου και σοβαρού.
Δύσκολα τα βγάζει πέρα κάποιος μαζί μου, όμως εσύ τα κατάφερες. Απ’ τους λίγους ανθρώπους που με κοίταξαν στα μάτια στην προσπάθειά τους να με καταλάβουν. Το εκτίμησα απ’ την πρώτη στιγμή κι ας μην το είπα ποτέ, όπως πολλά άλλα. Δεν το έχω με τα λόγια, όταν πρέπει να μιλήσω για μένα.
Έφυγες, έφυγα, τώρα πια δεν έχει καμία σημασία. Ό,τι έγινε, έγινε, λένε. Κανένας απολογισμός δεν πρόκειται να μας σώσει. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν πίστεψα σε δεύτερες ευκαιρίες κι επανασυνδέσεις. Το αναπόφευκτο θα περιμένει στη γωνία το επόμενο λάθος. Όταν χωρίζεις, μην ελπίζεις, που λέγαμε. Για το σήμερα, μας τελείωσε, το τελειώσαμε γιατί έτσι νιώσαμε. Ο ένας έφυγε ο άλλος δεν κυνήγησε και κάπως έτσι το λήξαμε. Το μέλλον βέβαια είναι άλλο θέμα.
Ποτέ δεν κάναμε σχέδια. Δεν τα χρειαζόμασταν, είχαμε το τώρα και μας ήταν αρκετό. Οι δυο μας απέναντι στο χρόνο. Απολαμβάναμε το κάθε λεπτό του, επειδή το μετά ήταν άγνωστο, εχθρικό. Για κανέναν δεν είναι φίλος ο χρόνος, ένας στυγνός εκδικητής είναι που παραμονεύει μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή να σε διαλύσει, να πάρει πίσω όσα σου έδωσε. Το ξέραμε, για αυτό δεν κάναμε όνειρα. Άλλωστε τα όνειρα αφορούν αυτούς που ενδιαφέρονται για το μέλλον και τι να το κάνεις το μέλλον όταν το παρόν είναι καλύτερο απ’ ό,τι ονειρεύτηκες ποτέ;
Δε βάλαμε ταμπέλες. Δεν προσφωνούσαμε ο ένας τον άλλο με τα γελοία χαϊδευτικά που κοροϊδεύαμε. Όποιος και να ρωτούσε τι έχουμε, έπαιρνε την ίδια απάντηση: «Δεν ξέρω», κι ας ξέραμε. Γνωρίζαμε πως δεν ήταν σε θέση να καταλάβει, όχι εμάς, όχι αυτό που ζήσαμε.
Θα προσπαθούσε να το φέρει στα μέτρα του, θα το απλούστευε μετατρέποντάς το σε κάτι συνηθισμένο. Άλλη μία σχέση όπως τόσες άλλες. Τουλάχιστον, η άγνοιά τους δε μας προσέβαλε, εμάς κι αυτό που χτίσαμε. Αποποιηθήκαμε τα στερεότυπα απ’ την αρχή, πριν μας καταστρέψει η πλήξη τους.
Έτσι και τώρα, αποφεύγοντας κάθε κοινοτυπία παραδέχομαι πως ήταν η καλύτερη κίνηση να το διαλύσουμε στην ακμή του. Χωρίς υστερίες και καβγάδες, αποχωρήσαμε στην καλύτερη στιγμή μας. Παρ’ όλα αυτά τίποτα δεν τελείωσε, όχι για μένα. Προς το παρόν ο καθένας θα πάρει το δρόμο του, θα ζήσει νέους ανθρώπους και καταστάσεις, θα ωριμάσει. Σήμερα θα προχωρήσουμε τη ζωή μας χωριστά, όπως αποφασίσαμε, μέχρι το αύριο. Μέχρι τη μέρα που θα έρθω να σε βρω.
Στο υπόσχομαι, σε ό,τι μας ένωσε, πως θα ξαναβρεθούμε. Μπορεί να έχουμε ξεχάσει τα πάντα, μπορεί να υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στη ζωή μας, ίσως να ζούμε σε διαφορετική πόλη ή χώρα, αλλά θα είμαι εκεί. Έστω για μία στιγμή, να σε πάρω απ’ το χέρι και να σε ρωτήσω αν κράτησες την υπόσχεση που μου έδωσες εκείνο το βράδυ. Να συστηθούμε ξανά σαν δύο ξένοι και να γνωριστούμε απ’ την αρχή.
Για μία ακόμη φορά, για τελευταία φορά. Να με κοιτάξεις στα μάτια λέγοντας: «Δε σταμάτησα ποτέ να χαμογελάω. Ακόμα και στις μεγαλύτερες δυσκολίες φορούσα το μεγαλύτερό μου χαμόγελο, όπως σου υποσχέθηκα».
Επιμέλεια Κειμένου Θάνου Αραμπατζή: Πωλίνα Πανέρη