Είναι εκείνη η στιγμή που οι δείκτες του ρολογιού σέρνονται λες και τους έχει κάποιος καρφώσει για να δείχνουν πάντα την ίδια ώρα. Είναι εκείνα τα λεπτά που μοιάζουν ατέλειωτες ώρες αναμονής και προσμονής. Κι εγώ κοιτάω μια το ρολόι, μια τον εαυτό μου στην οθόνη του κινητού. Είναι που η άτιμη η ώρα δεν αλλάζει αισθητά κι εμένα η καρδιά μου τραντάζεται μέσα απ’το στήθος. Ίσως να την ακούνε κι οι περαστικοί, δεν ξέρω. Τα πόδια μου ακίνητα, λες και κάποιος τα ‘χει κολλήσει στο έδαφος. Όσο γρήγορα ταξιδεύει το μυαλό μου, άλλο τόσο παγωμένο μοιάζει να ‘ναι το σώμα μου. Παγωμένο στο χώρο και στο χρόνο. Εκεί, κολλημένο σε μια στιγμή, στη στιγμή που σ’ αντικρίζω ξανά.
Είναι που συναισθήματα μαζί μπερδεμένα κόβουν βόλτες μέσα μου. Οι πεταλούδες στο στομάχι που λένε θα ‘ναι. Αυτό που ξέχασαν ν’ αναφέρουν όμως, είναι πως οι άτιμες φέρνουν ανακατωσούρα και σύγχυση μαζί τους. Άγχος κι ενθουσιασμό. Ίσως να ‘ναι ο κόμπος τελικά, εκείνος ο γνωστός. Όλα τα παράδοξα μαζί έρχονται να ξαποστάσουν εκεί, μπροστά μου. Για να τα δω και να τα νιώσω μέχρι το κόκκαλο. Το μυαλό φτιάχνει εικόνες, ξέρεις. Εικόνες όμορφες, παραμυθένιες ίσως. Εικόνες όπου ‘χουν εμένα κι εσένα πρωταγωνιστές. Εσύ απέναντί μου, χωρίς διαχωριστικά κι αποστάσεις πια. Με σάρκα και οστά μπροστά μου, για να σ’αγγίξω, να σε χαïδέψω τρυφερά, να σε φιλήσω. Εκείνη τη στιγμή μόνο θύμισέ μου, να σου πω αν πράγματι σε θέλω.
Μη με παρεξηγείς, δε θέλω να σ’απογοητεύσω, ούτε ψέματα θέλω να σου πω. Μα να, είναι που τόσο καιρό έχω φτιάξει τη δική μου όμορφη ιστορία και για τους δυο μας. Εκείνη που περπατάμε χέρι-χέρι και μου λες κάτι και γελάω. Που γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο σου κι η φωνή σου φτάνει σαν τραγούδισμα στ’ αυτιά μου. Που σε μυρίζω για να μπορέσω ν’ανασάνω. Εκείνη που μας βλέπουν οι περαστικοί και κάπως ζηλεύουν που είμαστε τόσο αξιοθαύμαστοι και ταιριαστοί. Λες κι είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Μα είναι που εκείνη η ιστορία είναι η δική μου. Που σ’έχω τοποθετήσει προσεγμένα και σου ‘χω δώσει ρόλο πρωταγωνιστικό, μα με σενάριο που έχω γράψει μόνο εγώ. Ιδανικά, τις ίδιες λέξεις θα ‘ρθεις να μου πεις, εκείνες που στη φαντασία μου με κάνουν να σε θέλω τόσο. Να θυμηθώ όμως να σου πω, αν τελικά τις ήθελα στ’ αλήθεια. Εκείνη που λες τη στιγμή, που θα σ’έχω απέναντί μου.
Όταν σε ξαναδώ, χωρίς προβαρισμένες ατάκες και χρόνο προετοιμασίας, χωρίς φίλτρο σε σκέψεις, λόγια, συμπεριφορές. Να καταλάβω πόσο θέλω τελικά, τον αφιλτράριστο εαυτό σου. Το απροετοίμαστο, μα ειλικρινές σου πρόσωπο. Αυτό που δε μελέτησε προτού να μου μιλήσει. Που δε σκέφτηκε και μια και δυο φορές πριν απαντήσει. Κι εσύ εμένα, χωρίς το έξυπνο καβούκι μου, χωρίς τα λόγια που κρύβουν ανασφάλειες κι αδυναμίες. Μα μόνο μάτια που μιλάνε, μάτια που μαρτυρούν αυτά που άσκοπα πασχίζουν για να κρύψουνε τα στόματά μας. Κι όσα θα καταφέρουμε να κρύψουμε στο τέλος, θα ‘χουνε ήδη ειπωθεί μέσ’απ’το βλέμμα.
Θα ‘ναι η στιγμή που θα δω αν η φτιαχτή επικοινωνία της όμορφής μου ιστορίας ζει και πίσω, στα παρασκήνια. Αν τα σώματά μας θα γίνουν συγκοινωνούντα δοχεία με μια χημεία που θα τα ενώνει ανεξέλεγκτα. Δε θα μου πάρει χρόνο πολύ, μη μου φοβάσαι. Φτάνει μονάχα να σταθείς πάλι μπροστά μου. Να νιώσω το δέρμα σου όταν με τ’ ακροδάκτυλά σου θα κάνεις βόλτες στο κορμί μου. Τότε ναι, θα ξέρω πια σίγουρα αν η σπίθα θα γίνει φλόγα που θα κάψει και τους δυο μας. Θα ξέρω σίγουρα αν νιώθω εκείνο το «απερίγραπτο» που λένε οι ερωτευμένοι. Αυτοί που αδυνατούν να δώσουν ορισμούς και να βάλουν τα αισθήματά τους σε σειρά. Που ένα συνονθύλλευμα συναισθημάτων τους οδηγεί και κάποτε τους καθορίζει. Τότε, θα ξέρω σίγουρα πως είναι πεταλούδες που πετάνε στο στομάχι, μα δε μπερδεύουν. Παρά μόνο κάνουν την καρδιά να φτερουγίζει στο ρυθμό τους.
Τότε. Όταν οι δυο μας θα βρεθούμε και μια αναπνοή μοναχά θα είναι πια το διαχωριστικό μας. Όταν θα δεις όλες τις ρωγμές μου μία-μία κι από κοντά. Όταν θα μετρήσω τα ψεγάδια σου και θα ‘ναι ανύπαρκτα μπροστά στον ηλεκτρισμό που θα μου φέρνει η ύπαρξή σου. Όταν το «απερίγραπτο» που λένε οι ερωτευμένοι, θα μοιάζει μικρό κι ασήμαντο μπροστά στο νέο κόσμο που άνοιξες εσύ μπροστά μου. Τότε. Μόνο τότε, θα σου πω πως πράγματι σε θέλω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου