Του ζητάς να φύγει και δε νιώθεις τίποτα.

Κλείνει την πόρτα πίσω του και ο ήχος ακούγεται στα αυτιά σου αρμονικά γαλήνιος.

Βλέπεις τον καπνό του τσιγάρου του να εξαφανίζεται και ανακουφίζεσαι.

Δεν έχεις δάκρυα να κλάψεις.

Δεν αναγνωρίζεις ποια είσαι.

Πώς μπόρεσες και έγινες τόσο κυνική;

Τις νύχτες πνίγεσαι, όμως το άδειο σπίτι το πρωί, σου φαίνεται σαν παράδεισος.

Νιώθεις σαν άψυχο τέρας που έσπειρε πόνο και αναπάντητα γιατί.

Το μόνο πράγμα που σε κρατάει δεμένη, είναι οι τύψεις.

Τύψεις που σε πνίγουν, που δε σε αφήνουν να ηρεμήσεις.

Μη λυπάσαι, θα καταλάβεις.

Θα δεις όσα ήσουν τυφλή να φωτίσεις τόσο καιρό.

Θα πάρει χρόνο αλλά όλες οι πληγές θα γιατρευτούν.

Θ’αντιληφθείς πως έτσι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις.

Φθείρονται και σε φθείρουν.

Είναι καιρός να δεις πόσο άβολη ήταν η αγκαλιά, που κάποτε νόμιζες πως κούρνιαζες.

Δύο πατούσες που ήταν πιο κρύες και από τον αέρα που χτυπούσε με βία τα παράθυρά σου, όσο εσύ προσπαθούσες να βρεις διέξοδο σε αυτές.

Έτσι είναι οι σχέσεις. Κάνουν κύκλους.

Σε αναζωογονούν, αλλά κάποτε σε πνίγουν.

Δίνεις, παίρνεις και κάθε φορά φεύγεις διαφορετικός.

Η ευτυχία δεν είναι μόνιμη.

Όπως ούτε και η δυστυχία.

Ζήσε τη δυστυχία με όλη της την δυναμική, γιατί κάποτε θα τονώνεις την ευτυχία σου με την θύμησή της.

Κλάψε τώρα, όσο μπορείς, κάνε τον πόνο κάτι χειροπιαστό, κράτα τον στα χέρια σου και μόλις πάρεις το θάρρος, ρίξε τον με όλη σου την δύναμη στο γυάλινο τζάμι.

Κάνε το παράθυρο θρύψαλα, φόρεσε τα πιο γερά σου παπούτσια και χόρεψε πάνω στα σπασμένα γυαλιά.

Ανέπνευσε τον καθαρό αέρα που θα κατακλύσει το δωμάτιο. 

Και κλείσε τα κεφάλαια.

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα