Λένε ότι στη ζωή σου οφείλεις να ζητήσεις δυο συγγνώμες. Την πρώτη σε όσους σε αγάπησαν και τους πλήγωσες, και τη δεύτερη στον εαυτό σου για όσους αγάπησες και σε πλήγωσαν. Είναι η ώρα να ζητήσω την πρώτη. Όχι για να σε πείσω να γυρίσεις, ξέρω καλά ότι καμία σχέση δεν κρατήθηκε και καμία επιστροφή δεν δικαιώθηκε με το στανιό.  Αλλά δε θα φύγω μέχρι να μάθεις πόσο πολύ μετάνιωσα. Έχω ήδη πέσει στα μάτια σου, οπότε μου είναι αδιάφορο το αν θα γίνω ρόμπα για λίγο ακόμα. Θυμώνουν τα θαύματα με όσους δεν τα πιστεύουν μου έλεγε η γιαγιά μου, και είναι η πρώτη φορά που περιμένω κι εγώ διακαώς ένα.

Υπερτροφικός μπουχέσας εγωισμός που ξεχειλίζει από τα μπατζάκια και πλύση εγκεφάλου με παραμυθάκια, κινούμενα σχέδια και ταινίες τύπου «pretty woman» μας έπεισαν να ψάχνουμε πριγκίπισσες με γυάλινα γοβάκια και πρίγκιπες με άσπρα άλογα. Φταίει η ανατροφή μου για τη μαλακία που με δέρνει; Όχι, δεν υπεκφεύγω σε τόσο φθηνές δικαιολογίες.

Αλλά από την άλλη αν είμαι αυτός ο σφετεριστής κωλοχαρακτήρας, πώς γίνεται να υποφέρω τόσο; Γιατί ξημεροβραδιάζομαι κάτω από το σπίτι σου τις νύχτες απλά για να σε δω να σου ζητήσω μια συγγνώμη; Και όταν σε βλέπω γιατί δε σε πλησιάζω; Όχι για την τοξικότητα των απαντήσεών σου, αν φυσικά μπεις στον κόπο να μου τις δώσεις. Ούτε για την ξανάστροφη που θα φάω και θα νομίσω ότι με τράκαρε αμαξοστοιχία. Αλλά για το άδειο βλέμμα σου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απογοήτευση από το να σε κοιτά σαν ξένος κάποιος που μέχρι χθες σε λάτρευε, και όσο δειλό και να με κάνει αυτό, δε θα μπορούσα να το αντιμετωπίσω αν το αντίκριζα.

Στιγμές απόγνωσης που δεν τις μετρούν ούτε τα ρολόγια. Μόνιμη μελαγχολία, σκοτεινή νοσταλγία, ερωτική εξορία, ιδιόμορφη ανία και φευγαλέες θλιμμένες σκέψεις. Και όταν πιάνω το κινητό νομίζοντας ότι θα σε αντιμετωπίσω ευκολότερα αν δε σε βλέπω, καταλήγω να το κρατάω λες και είναι κρανίο που ετοιμάζομαι να του απαγγείλω το μονόλογο του Άμλετ. Σαν τα πιτσιρίκια που επαναλαμβάνουν μέσα τους τα κάλαντα εκατό φορές την προ-παραμονή, και όταν έρχεται η ώρα να τα πουν, ακούς το τριγωνάκι και κάτι ασυναρτησίες που θυμίζουν τα minions στη σκηνή με τη μπανάνα.

Μην υποτιμάς τη ντροπή, δεν είναι ούτε εύκολο να τη νιώθεις, ούτε είναι πολλοί αυτοί που έχουν την μπέσα να την αφήσουν να τους τιμωρήσει για τα λάθη τους. 

Οι έρωτες δεν έχουν αρχή ή τέλος, απλά επιλέγουμε αυθαίρετα τη στιγμή απ’ όπου θα κοιτάξουμε πίσω ή εμπρός. Το μόνο που μας ενώνει πλέον είναι μια μικρή κλωστή, ποτισμένη με την απογοήτευσή σου για μένα. Ένας πιο καπάτσος και μαλαγάνας από μένα, ίσως να προσπαθούσε με λυρισμούς και ποιητικές υπερβολές να την τραβήξει για να σε φέρει κοντά του. Αλλά αλήθεια, θα προτιμούσες τα γλειψίματα και τους θεατρινισμούς ενός δημοκόλακα από μια εύγλωττη, ξεκάθαρη και ειλικρινή μεταμέλεια;

Δε θα βλέπω μαζί σου sex and the city, δε θα βγάζω τα παπούτσια πριν μπω σπίτι και θα συνεχίσω να πετάω τα σώβρακά μου πάνω στο καλάθι και όχι μέσα. Αλλά δε θα πάψω να βλέπω στο πρόσωπό σου τον άνθρωπό μου, την κερκίδα μου, αυτόν που έχω επιλέξει να με βλέπει χωρίς μασέλα κάποια στιγμή, αυτόν που γεμίζει με την εικόνα του όλο μου τον ορίζοντα. Γιατί εσύ κοιτώντας το δέντρο μπορεί να χάσεις το δάσος, εγώ όμως αν χάσω εσένα θα χάσω όλο μου τον κόσμο. Ναι, όλο μου τον κόσμο, και τώρα που το έχω εμπεδώσει, δε θα αφήσω τον εγωισμό μου να κάνει ένα ακόμη έγκλημα με το να το κρατήσω για μένα φοβούμενος μη μου πέσει το φανταστικό μου στέμμα. Το πολύ-πολύ αν με απορρίψεις, να χρειαστεί να ζητήσω κι εκείνη τη δεύτερη συγγνώμη.

Κάθε πρωί που ξυπνώ, συναρμολογώ τον εαυτό μου, δημιουργώντας αυτό που οι άλλοι θέλουν να βλέπουν σε μένα, καλύπτω την αλήθεια της σάρκας και κατασκευάζω αυτή που θα τους αρέσει. Μόνο τα μάτια δεν μπορώ να καμουφλάρω από τη θλίψη που εκπέμπουν, και οι λίγοι που ξέρουν να τα διαβάζουν, με βομβαρδίζουν με συμπόνοια και συμβουλές, τις οποίες ακούω σαν τη μάνα που παριστάνει πως ακούει με ενδιαφέρον τους μονολόγους του τρίχρονου παιδιού της. Και πάντα με το κεφάλι κατεβασμένο, για να μη δουν την έκφραση «βρε δε γαμιέστε κι εσείς» στο πρόσωπό μου και τους χάσω κι εκείνους.

Οι σκέψεις εκρηκτικότερες από αντιαρματική νάρκη, αλλά ποτέ δε φθάνουν στο στόμα. Κι αν φθάσουν, είναι ασυνάρτητες και γεμάτες αμηχανία. Ανεπαρκής και ανάξιος των προσδοκιών σου; Ναι. Νεκρή σημαδούρα προς αποφυγή; Absolutely. Δειλός; Για την ακρίβεια πιο χέστης κι από τον Scooby Doo. Όχι όμως αναίσθητος, και πλέον όχι εγωιστής. Μην τσουβαλιάζεις τον κατά συνείδηση φονιά που σκοτώνει για ευχαρίστηση, με τον οδηγό που μέσα στα σκοτάδια δεν είδε τον διερχόμενο πεζό και τον χτύπησε.

Κάπου διάβασα ότι οι κρίσεις πανικού, οι αλλόκοτες ναυτίες και οι αξημέρωτες νύχτες με τα ιδρωμένα μαξιλάρια τελειώνουν όταν αποδέχεσαι το γεγονός που τις δημιούργησε. Το εύκολο μέρος αυτής της θεωρίας το κατάλαβα. Η παραδοχή της ήττας είναι χειρότερη και από την ίδια την ήττα. Αυτό που δεν κατάλαβα είναι το πώς ξηλώνεις από μέσα σου κάτι που δεν πιστεύεις ότι έχει τελειώσει, κι αν μπορείς να γίνεις τόσο σκληρός, πώς εξηγείς το να έχεις ήδη φθάσει εξ’ αρχής σε εκείνο το σημείο; Ειλικρινά τώρα; Χέστηκα. Έτσι κι αλλιώς δε θέλω να το ξηλώσω, να το αγκαλιάσω και να το φιλήσω θέλω. Μου έλειψες. Συγγνώμη.

 

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης