Το πρώτο πράγμα που είπα όταν τον είδα ήταν: «ρε φίλε, κάποιοι άνθρωποι σπάνε το κοντέρ της μαλακίας» με προκάλεσε κι αυτός αφού στον πρώτο καφέ που μας γνώρισε η κοινή μας παρέα άρχισε να φωνάζει «μιλάς κι εσύ που πήγες με τον αδερφό μου;» πνίγηκα με τον καφέ και κάηκα με το τσιγάρο, αλλά το έγκαυμα τρίτου βαθμού ήρθε μετά.
Ένα βράδυ αποφασίσαμε με την παρέα να πάμε για βραδινό μπάνιο. Θάλασσα, πανσέληνος και τρία μπουκάλια τεκίλα, ήταν αρκετά για να γίνει το κακό. Άρχισαν ν’ αποχωρούν οι πρώτοι και στο τέλος μείναμε οι δύο μας, να ψάχνουμε το τελευταίο μπουκάλι που είχαμε θάψει στην άμμο για να μη ζεσταθεί. Αρνιόμασταν πεισματικά να το αφήσουμε εκεί και να το φάνε τα ψάρια.
Λίγο η τεκίλα που είχε χαλαρώσει τις αντιστάσεις μας κι είχε αυξήσει τη σεξουαλική μας επιθυμία, λίγο που νιώθαμε σαν να ψάχναμε το σεντούκι του χαμένου θησαυρού, η ατμόσφαιρα άρχιζε να μυρίζει μπαρούτι και κάψα.
Το σεξ που κάναμε δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί. Δεν ήταν ούτε φιλικό, ούτε άγριο. Είχε πλάκα. Είναι συγκλονιστική εμπειρία να έρχεσαι σε οργασμό ενώ ταυτόχρονα παθαίνεις νευρικό γέλιο χωρίς αυτά τα δύο να προκαλέσουν αμηχανία.
Ευτυχώς όταν τελειώσαμε είδαμε δίπλα το μπουκάλι που ψάχναμε κι ήταν ό,τι χρειαζόμασταν. Αν κι αργότερα μου αποκάλυψε ότι το είχε δει πολύ νωρίτερα. Οι υπόλοιποι της παρέας δεν έμαθαν ποτέ τίποτα. Η καζούρα θα συνεχιζόταν μέχρι σήμερα αν μάθαιναν.
Εμείς περάσαμε ένα καλοκαίρι μαζί που δεν είχε καμία σχέση με τα καλοκαίρια που είχα περάσει μέχρι τότε. Κοιμόμασταν συχνά στην παραλία, είχαμε αντικαταστήσει το νερό με μπίρες και σπίτι πηγαίναμε μόνο για να παίξουμε pro.
Αυτό το καλοκαίρι μου έμαθε να στήνω σκηνές, να επιβιώνω με καρπούζι και τεκίλα όμως μου στέρησε όλα μου τα καλλυντικά και τα μισά μου μαλλιά.
Τα καλλυντικά ήταν το πρώτο θύμα αυτής της σχέσης γιατί χρησιμοποιούσε τα κραγιόν μου αντί για μαρκαδόρους και τα μολύβια μου για να γράφει γελοία σημειώματα στον καθρέφτη. Μην πάει το μυαλό σας σ’ αυτά τα χολιγουντιανά «σ’ αγαπώ» με καρδούλες. Αρκεί να σας πω ότι το πιο ρομαντικό πράγμα που γράφτηκε πάνω σ’ εκείνο τον καθρέφτη ήταν «το στρίνγκ σου με τον Ποπάυ μου έχει πωρώσει το μυαλό»
Τα μαλλιά μου είχαν ανάλογη τύχη, όχι σε κάποια στιγμή πάθους, όπως συμβαίνει στους φυσιολογικούς ανθρώπους, αλλά τη στιγμή του ύπνου. Είχα χάσει ένα στοίχημα και το έπαθλο του ήταν αυτό. Ένα βράδυ κοιμήθηκα Ραπουνζέλ και ξύπνησα Μαφάλντα. Το σοκ ήταν τέτοιο που με δικαιολόγησε όταν του πέταξα την κιθάρα από το μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου.
Με σιγουριά μπορώ να πω ένα πράγμα. Μαζί του ένιωθα ελεύθερη.
Μετά από μερικούς μήνες μετακόμισε στο εξωτερικό. Δε ξαναμιλήσαμε από τότε. Λογικά θα βλέπει το βρακί κάποιας άλλης κι εγώ θα πάω να ξαναγοράσω κραγιόν κι ένα μποξεράκι με την Όλιβ για να είμαστε ασορτί την επόμενη φορά που θα βρεθούμε.