Θέλεις πάλι να γίνεις ένα με το πάτωμα, έτσι δεν είναι; Σε τραβάει, σε δελεάζει η ιδέα να συρθείς, να το σκουπίσεις με το κορμί σου και να το σφουγγαρίσεις με τα δάκρυά σου. Να αφήσεις το δράμα σου να ζήσει το μύθο του σε όλα τα πλακάκια, σωστά; Θες και να έρθει να σε σηκώσει κάποιος άνθρωπος που να νιώθει, που να συμμερίζεται την αγωνία και τον πόνο σου. Μεταξύ μας θες να έρθει ο συγκεκριμένος άνθρωπος, να σου πει «έλα δω, τζάμπα σκας βρε κουτό, τζάμπα έγινες εταιρεία καθαρισμού που εγγυάται άμεσα αποτελέσματα στα καλά καθούμενα, για λίγο έφυγα εγώ και ξαναήρθα. Αλλά και πάλι δε θα μείνω. Έτσι για να τελειοποίησεις και το στεγνό καθάρισμα στο επόμενο επεισόδιο που θα θέλεις να πέσεις του θανατά στα πατώματα.».
Αν θες να μιλήσουμε λιγάκι σοβαρά, όσο περισσότερο πάτωμα πιάνεις, τόσο πιο πολύ θα ξεμακραίνει αυτό που θες και μαζί του θα παίρνει και τον εαυτό σου. Έστω και μέσα στη μίρλα, το παράπονο και τις μύξες, θα τον παίρνει. Γιατί εσύ τον δίνεις, τον σκορπάς στο πάτωμα, στον αέρα και σε ό,τι επιτάσσει η ιστορία που δε βγήκε τελικά. Και μιας και δε σου βγήκε η ιστορία, ας σου βγει η ψυχή, μπας και σου φύγει η επιθυμία από το παράθυρο και ησυχάσεις. Έτσι για να πεις πως άξιζε τον κόπο. Γιατί αν η ψυχούλα σου μείνει στη θέση της, πάρει βαθιά ανάσα και τολμήσει να πάει παρακάτω, θα τρίζουν τα κόκαλα του Σαίξπηρ που στραβώθηκε να γράψει για Ρωμαίους και Ιουλιέτες και εσύ ούτε ένα δράμα μέχρι το τέλος δεν μπορείς να φτάσεις. Γιατί μετά πώς θα έχεις να λες πως είχες γενναιότητα να πιεις το φαρμάκι λίγο-λίγο μέχρι να σε λιώσει, αντί να πιεις κάνα καπουτσίνο στην πλατεία τώρα που σταμάτησαν και οι βροχές; Ας μην αναφερθούν εδώ και όλες οι άλλες απολαύσεις που πρέπει να κόψεις.
Καλέ εσύ έχεις πόνο μεγάλο, κοπετό από τους λίγους, είσαι τώρα για ποτάκια, για να δέχεσαι προσκλήσεις, να φλερτάρεις και να απολαμβάνεις μια παγωτάρα, αφού έχει προηγηθεί πίτσα και η κοιλιά είναι τούμπανο; Είσαι εσύ τώρα για τέτοια; Αν τα κάνεις, ποιος θα θρηνήσει που δεν έχεις αυτό που θες; Η πίτσα; Άσε που για να μιλήσουμε ακόμα πιο σοβαρά μόνο σε αυτήν αξίζει να πεις «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα», μόνο αυτή η στέρηση θα πρέπει να πονάει και να τσούζει, γιατί για όλα τα άλλα καθόλου δε θα έτσουζαν αν θα ήταν να ‘χαν προκοπή. Αυτά τα μυρίζεσαι στον αέρα, όπως το καλοψημένο μπέικον και την μπάρμπεκιου σως.
Γι’ αυτό μέχρι να σου τύχει σωστό δράμα – που να εύχεσαι να μη συμβεί και μη νομίζεις ότι το έχεις περάσει, ελάχιστοι είναι αυτοί εκεί έξω που ΄χουν ζήσει πραγματικά δράματα- σταματά να κάνεις πρόβες για να γίνεις ιέρεια της τραγωδίας σου, της προσωπικά δημιουργημένης. Τα πραγματικά δράματα ούτως ή άλλως θα σε στείλουν στην κορύφωσή τους για να τα βγάλεις πέρα και μόλις το κάνεις το πάτωμα θα είναι μόνο το μέρος που πατάνε τα πόδια σου και τίποτα άλλο.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.