Είναι ωραίο να είσαι ζευγάρι με κάποιον. Το έχουμε πει πάρα πολλές φόρες στο pillowfights αυτό. Site σχέσεων είμαστε εξάλλου. Μοιράζεσαι τους φόβους τις ανησυχίες και τα όνειρά σου, έχεις έναν άνθρωπο που σε αγαπάει και σε φροντίζει όταν το έχεις ανάγκη, και γενικά, όταν η σχέση είναι καλή, αισθάνεσαι ολοκληρωμένος και ήσυχος. Ρίχνεις και πήδημα σε σταθερή βάση όποτε κομπλέ.
Ο Μαρκήσιος, βέβαια, αν και μέσα στην ιδιοφυΐα του καταλαβαίνει τη συγκεκριμένη λογική, έχει εντελώς διαφορετική άποψη. Είσαι πολύ καλύτερα όταν δεν έχεις κανέναν πάνω από το κεφάλι σου να σου πρήζει τα αρχίδια.
Αρχικά, μια σχέση απαιτεί να μην κάνεις κάποια πράγματα. Να μη χαζεύεις το γκομενάκι που πίνει ποτό απέναντί σου, να μη φλερτάρεις, να μην κάνεις χοντρά και σόκιν αστεία στον περίγυρό σου, και γενικά να μην είσαι εσύ. Θα πείτε όμως ότι δεν είναι όλες οι σχέσεις έτσι. Σκατά να φάτε όσοι το πείτε. Όλες έτσι είναι. Κόβεις πράγματα και κάνεις παραχωρήσεις από πράγματα που δεν αρέσουν στον άλλον για να γλιτώσεις γκρίνια και καβγάδες.
Θέλει η άλλη να την πάρεις τηλέφωνο; Θα την πάρεις, δεν πα’ να παίζει Μπαρτσελόνα-Ρεάλ, να είναι στο 90’ και να ‘χει δώσει πέναλτι. Θα την πάρεις, αλλιώς θα ‘χει γκρίνια.
Θέλει να βγείτε και εσύ έχεις κανονίσει να βγεις με τους κολλητούς για ποτό; «Βγες μωρό μου, βγες. Δεν πειράζει που εγώ μόνο σήμερα μπορώ» θα σου πει. Και –ω θεοί!– μη θελήσεις μια μέρα που θέλει να βρεθείτε να μείνεις μόνος σου. Μην τυχόν πεις το βδελυρό «θέλω να μείνω μέσα μόνος μου σήμερα», τη γάμησες, μεγάλε. Θα σου σύρει τα εξ αμάξης και ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
Οι σχέσεις, για να είναι επιτυχημένες, θέλουν παραχώρηση και από τις δυο μεριές. Αλλά έχουμε φτάσει στο θλιβερό σημείο, όταν κάποιος δεν γουστάρει να είναι σε σχέση, να τον λέμε περίεργο, θλιβερό, ή να θεωρούμε ότι κάτι του λείπει.
Γιατί, ρε βόδια, να του λείπει του ανθρώπου; Επειδή εσύ θέλησες να μπεις σε ένα τριπάκι να είστε δυο επειδή έχεις ανασφάλειες, τι σου φταίει ο άλλος; Υπάρχουν άνθρωποι –ο γράφων ανάμεσα τους– που δε γουστάρουν να μπουν σε σχέση. Γουστάρουν να βγουν, να φλερτάρουν, να πιουν, να πάνε για πότο, και αν τύχει να πηδήξουν, να πηδήξουν, και μετά να κοιμηθούν μόνοι τους στην άδεια κάμαρα, στο άδειο κρεβάτι.
Δε γουστάρουν την όλη δέσμευση και την έλλειψη ελευθερίας που τους παρέχει το να έχουν σταθερά έναν άνθρωπο δίπλα τους. Θέλουν να φτιάχνουν το πρόγραμμά τους όπως θέλουν εκείνοι, να ξυπνάνε πέντε το απόγευμα, να κοιμούνται επτά το πρωί, και να κάθονται όλη μέρα να παίζουν στον υπολογιστή, χωρίς να έχουν το άγχος να μπουν στο FB να τσεκάρουν μην τυχόν έχει στείλει η άλλη μήνυμα εδώ και πέντε λεπτά και δεν απάντησαν, ούτε να πάρουν τηλέφωνο να μιλάνε καμιά ώρα για άσχετα επειδή «δεν μιλήσαμε καθόλου σήμερα».
Υπάρχουν μέρες, κυρά μου, που δε θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, εκτός άμα είναι να φάω το πιτόγυρο, να πιω καφέ ή να κάνω τσιγάρο. Πρέπει, επειδή εσύ ντε και καλά θες, να μιλήσουμε; Ωχ, δηλαδή!
Θέλω να πάω διακοπές και να αράξω στην παραλία και να χαζέψω όλους τους κώλους της Ελλάδας, της Ευρώπης και της Αμερικής που θα ‘χουν έρθει. Θέλω να είμαι μόνος μου.
Δεν είναι κατακριτέα συμπεριφορά και ας την έχουμε κατακρίνει όλοι ανά καιρούς. Το λάθος είναι να μην την πεις από την αρχή. Αν την ώρα που ξυπνήσεις μετά το πήδημα γυρίσεις και πεις, «κοίτα: νέτα, σκέτα δεν το ψήνω για σχέση» ή αν ακόμα καλύτερα το πεις από πριν το πήδημα, τότε δεν έχει κανείς δικαίωμα να σου πει τίποτα.
Εκτός από τις γκόμενες των φίλων σου, που θα σου πουν κάτι, γιατί νομίζουν ότι θα παρασύρεις τον δικό τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τις ακούσεις. Είσαι νέος, ωραίος, και ζεις την ζωή σου όπως τη θες εσύ, και από τη στιγμή που δεν κάθεσαι στο κεφάλι κανενός, κανέναν δεν πειράζεις,
Κοιτάξτε λίγο τα χάλια που έχετε όσοι είστε σε σχέση: που λίγο-λίγο σταματάτε να είστε αυτό που ήσαστε πάντα· που καταλήξατε να είστε κάτι που και οι ίδιοι θα φτύνατε πριν από δυο χρόνια· που βολεύεστε και που παχαίνετε και που βγαίνετε σαν τα ζόμπι έξω και δεν μπορείτε να κάτσετε μια φορά μέχρι το πρωί έξω· που σας έχουν ρουφήξει οι απόγονοι κάθε ενέργεια και χαρά, και μετά κρίνετε τους ανθρώπους που ζούνε.
Άλλα, κατά βάθος, μας ζηλεύετε. Για αυτό μας λέτε κάθε τόσο «πότε θα βρεις κάποια να νοικοκυρευτείς». Γιατί ρε; Για να γίνω σαν και σένα;
Ποτέ!