Πάμε για άλλη μια φορά. «Είμαι η κόρη της κόρης σου, ζούμε δίπλα-δίπλα κι έχω επιστρέψει πρόσφατα απ’ το εξωτερικό» Στις αρχές αυτό πονούσε, για την ακρίβεια πονούσε τόσο πολύ, που ό,τι κι αν πω ακούγεται λίγο κι επιεικές.

Προσπαθώ να θυμηθώ πότε άλλαξαν όλα, πότε άρχισε να κτυπά ευθεία γραμμή σαν αυτήν την ιατρική που βλέπεις στις ταινίες και ταράζεσαι γιατί σηματοδοτείται κάτι κακό. Την ίδια ώρα όμως αρνούμαι να θυμηθώ. Ίσως είναι κι η μοναδική περίπτωση στη ζωή μου που θέλω να ζω στον κόσμο μου. Να σε θυμάμαι σαν το άτομο που θυμόταν περισσότερα απ’ όσα έπρεπε, που έκανε κινήσεις περισσότερες του κανονικού και που επενέβαινε ακάλεστη σε όλα.

Ναι, αυτό. Να κτυπήσει έστω για μια φορά το τηλέφωνο και να ‘σαι εσύ. Μα δε θυμάσαι κι όλα πια τα κάνεις με τη βοήθεια κάποιου, αναγκαστικά.

Κι η αλήθεια είναι ότι κάποτε προτιμώ να μη θυμάσαι. Στο όνομα λοιπόν αυτών των αναλαμπών που εμφανίζονται ανά διαστήματα και σε κάνουν να συνειδητοποιείς την κατάστασή σου και συνεπώς να στεναχωριέσαι και να ξεσπάς σε κλάματα που σκίζουν ακόμα και τον πιο δυνατό, προτιμώ να θυσιάζω την όσο ποτέ, μεγάλη επιθυμία μου, να σε δω ξανά, όπως παλιά.

Τις περισσότερες φορές άλλωστε, μερικά λεπτά επαναφοράς στην πραγματικότητα, ακολουθούνται αμέσως μετά από μεγαλύτερη στασιμότητα. Μετά από κάποια χρόνια, μετά από μάταιες προσπάθειες ωραιοποίησης της κατάστασης, η αποδοχή ήταν η μόνη λύση. Μετά από τόσες στιγμές αδιέξοδων σκέψεων, ξέρω πως ποτέ δε θα ξαναγίνεις αυτό που ήσουν πριν.

Άνοια. Αυτή η λέξη που σε κάνει να παγώνεις. Μα άπαξ και το ξεστομίσεις, τότε σημαίνει ότι είσαι πιο κοντά στην ικανότητά σου να το χειριστείς.

Θυμώνω όμως κάποτε. Θυμώνω πιο πολύ που μου δημιουργείται ο θυμός. Μα δε σε λυπάμαι, να ξέρεις. Κάθε φορά που προσπαθούμε μαζί να συντάξουμε μια πρόταση ολοκληρωμένη, κάθε φορά που καταλαβαίνω ότι το βλέμμα σου γίνεται πιο απλανές απ’ την προηγούμενη μέρα, θυμώνω. Μα δε σε λυπάμαι.

Θυμώνω ακόμα πιο πολύ για το άδικο. Πώς μπορεί ένας τόσο αυθεντικά χαμογελαστός με όρεξη κι ενέργεια άνθρωπος να έχει κάτι λιγότερο απ’ το επίπεδο που δικαιούται για τα γηρατειά του;

Μα είμαστε δίπλα σου και το βλέπεις. Και το ξέρω ότι το ξέρεις και το καταλαβαίνεις. Μη ζορίζεσαι να το πεις, εγώ τα μάτια σου τα διαβάζω ακόμη γιατί ήταν ανέκαθεν τόσο καθαρά που μπορούν να χωρέσουν μέσα τους όσα λόγια δεν μπορείς να πεις κι όσες εικόνες δεν μπορείς να θυμηθείς.

Σ’ αγαπώ που αντέχεις, που αγωνίζεσαι σε καταστάσεις εμφανώς άνισες, σ’ αγαπώ κι ας άλλαξαν όλα. Πόνεσες, ταλαιπωρήθηκες, βασανίστηκες πολύ μέχρι να δεις την καταιγίδα να καταλαγιάζει. Δεν άντεξες, μα δε σημαίνει πως ηττήθηκες κιόλας.

Σ’ αγαπώ πολύ. Και δε σου κρύβω πως θα έδινα τα πάντα για εκείνες τις συζητήσεις μας όταν ήμουν φοιτήτρια. Ήσουν η γιαγιά μου αλλά η πιο σοφή σύμβουλος ακόμα και για τα ερωτικά μου.

Μου έλεγες να μη σταματήσω ποτέ να ονειρεύομαι κι αυτό να ξέρεις, αποκτά ανεκτίμητη αξία μόνο και μόνο γιατί το είπες εσύ. Γιατί σε σύρανε κι εσύ ονειρευόσουν ακόμα. Όλη σου η ζωή μαρτυράει πόσο ξεχωριστή είσαι και τελικά, αν το καλοσκεφτείς, δεν έχει και τόση σημασία που δε θυμάσαι και πολλά. Δε θα τα ξεχάσουμε ποτέ εμείς κι όλα αυτά που παλεύεις να θυμηθείς έχουν γίνει ήδη αναπόσπαστοι φάροι στις ζωές μας.

Να ξέρεις πως τη μέρα που δέχτηκες να σου κρατήσω το χέρι για να θυμηθείς να γράφεις τα γράμματα του αλφαβήτου, αποτέλεσε την πιο ευτυχισμένη και γεμάτη νόημα και δοτικότητα μέρα μου.

Να ξέρεις ότι η ευτυχία που μου δίνεις κάθε φορά που χαμογελάς με κάτι που αντιλαμβάνεσαι που σου λέω, αξίζει τα μαθήματα και τις ανηφόρες του κόσμου όλου.

Ξέρω πως θυμάσαι ακόμα, με τον τρόπο σου. Μόνο συνέχισε να μου χαμογελάς. Κι ας μη ξέρεις πάντα ποια είμαι, χαμογέλα μου κι αγάπα με, μου αρκεί.

 

Στη δική μου ηρωίδα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ήβης Παπαϊωάννου: Πωλίνα Πανέρη

 

 

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου