Όσο ο καιρός ανοίγει και μπαίνει το καλοκαίρι, τόσο περισσότερο γεμίζει ο κόσμος με ερωτικές ιστορίες. Κάθε καλοκαίρι κι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας από πίσω. Ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα, ένας σύντομος διάλογος στον δρόμο που δεν έγινε ποτέ κάτι παραπάνω. Ένα συναίσθημα τόσο αγνό, τόσο μοναδικό. Άρωμα γιασεμί κι αλμύρα. Τι ωραίοι αυτοί οι έρωτες! Δίνεις σημασία σε κάτι τόσο μικρό, σε ένα «γεια», σε ορισμένα βλέμματα. Κάνεις σενάρια στο μυαλό σου. Δημιουργείς τη συνέχεια που θες και προσπαθείς όσες μέρες διαρκεί το καλοκαίρι να ζήσεις αυτό που έχεις πλάσει στο μυαλό σου. Κι όπου πάει.
Πάντα ξεκινάει με τα βλέμματα. Μια γνωριμία τυχαία που καταλήγει σε ερωτικό παιχνίδι. Όποιος ακουμπήσει πρώτος, χάνει. Μπαίνετε σε μια διαδικασία να προσέχετε πώς κινείστε, πώς μιλάτε. Επιμελώς ατημέλητοι πάντα όμως. Παίρνετε μαζί τα φιλαράκια σας τα οποία είναι παρατηρητές σ’ αυτό το ειδύλλιο. Βλέπουν τα βλέμματα του ενός, παρατηρούν τις κινήσεις του άλλου και σας έχουν ήδη παντρέψει. Κάτι τα κοκτέιλ, κάτι τα ειδυλλιακά τοπία, το ηλιοβασίλεμα σε ωθούν να ζήσεις αυτή την περιπέτεια. Και να τα παιχνίδια στα σόσιαλ και να οι τυχαίες τσάρκες από εκεί που ξέρεις ότι θα είναι. Μα δε σε νοιάζει ούτε λίγο, αρκεί να βρεθείτε ξανά. Να ξέρεις ότι ο ένας θα σκέφτεται τον άλλον όλο το βράδυ. Να περιμένετε το επόμενό σας βλέμμα την άλλη μέρα.
Κι όταν τυχαίνει και συμβαίνει η συνάντηση η λίγο πιο στενή, δεν ξέρετε τι να κάνετε. Μια τεράστια αμηχανία. Χαμόγελα, βλέμματα όλο υποσχέσεις, γλυκός πανικός. Κι αυτή η τετ α τετ επαφή πώς τελειώνει; Με ένα φιλί στο μάγουλο και μια φράση «Θα τα πούμε αύριο». Σειρά μετά έχουν οι φίλοι, γιατί φυσικά και θα ακούσουν τα πάντα γι’ αυτό το φιλί, ίσα με πενήντα φορές. Να λες τα ίδια και τα ίδια, να λες για το βλέμμα και τη μυρωδιά, τα μάτια, τα χέρια. Τίποτα πονηρό, όσο κι αν προσμένουν οι φίλοι σου καμία καυτή λεπτομέρεια. Μόνο μια αγκαλιά μετά από την τόση αμηχανία. Ίσως και μια αποτυχημένη προσπάθεια να εξηγήσεις τους αστερισμούς που κάποτε έψαξες και ποτέ δεν έμαθες, για να φτάσει το βράδυ στο πικ του ρομαντισμού.
Αυτοί είναι οι λεγόμενοι ανεκπλήρωτοι καλοκαιρινοί έρωτες. Ή καλύτερα, οι πλατωνικοί καλοκαιρινοί έρωτες, ανεκπλήρωτοι επί του πρακτέου, μα εντελώς γενόμενοι στο μυαλό σου. Τι κι αν έμειναν εκεί, καμιά φορά χρειάζεσαι απλώς έναν περισπασμό. Μπορεί να έχουν συμβεί χρόνια πριν, μα όταν ξαναβρεθείτε επικρατεί η ίδια αμηχανία, το ίδιο βλέμμα και το ίδιο χαμόγελο. Ένα αγνό συναίσθημα που στο θυμίζει μια παραλία ή ένα παγκάκι στο λιμάνι. Τι ωραίες εποχές, με ζακέτα και γεύση ρούμι. Σου δείχνουν ότι μπορούν να υπάρχουν συναισθήματα τόσο περίπλοκα κι έντονα, μα παράλληλα σχεδόν παιδικά αθώα. Σου παίρνουν το μυαλό και σε ταξιδεύουν.
Τι κι αν ξαναβρισκόσασταν κι άλλαζαν τα πάντα; Κανείς δεν ξέρει, πάντως το συναίσθημα δε θα έχανε δράμι από την αξία του. Δε χάνεται στο χρόνο, μένει ανεξίτηλο να σου θυμίζει το καλοκαίρι εκείνο. Κι είναι τόσο λίγα τα λόγια μπροστά σ’ αυτό το άγγιγμα. Άλλωστε, αυτοί οι έρωτες, αν δεν τέλειωναν έτσι, με μια γλυκιά νοσταλγία, δε θα είχε κανένα νόημα να ζήσουν το καλοκαίρι. Έρχονται, ανθίζουν και μένουν στο βάθος μιας φωτογραφικής μηχανής, στο συρτάρι με τα αντηλιακά, στην πίσω τσέπη του τζιν σου μπουφάν μαζί με ένα εισιτήριο από θερινό. Και κάπως έτσι, γίνονται αιώνιοι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου