Κάθομαι στο γραφείο μου, σκυμμένη στα χαρτιά μου. Δεν έχω σηκώσει κεφάλι. Έχει καιρό που έκοψα το τσιγάρο, αλλά τα δάχτυλα μου τρέμουν ακόμη σαν το καλούν με δονήσεις σχεδόν ερωτικές. Το άσπρο χαρτί έχει μαυρίσει από τις τόσες δαχτυλιές. Δεν με νοιάζει όμως. Με ενδιαφέρει μόνο το αναπάντητο ερώτημα που μου έχει σφηνωθεί εδώ και μέρες. Και εσύ να γελάς με αυτή μου τη μανία.
«Δεν μπορώ να καταλάβω ποιοι γράφουν τελικά καλύτερα ποίηση. Οι ευαίσθητοι και οι ρομαντικοί ή οι ρεαλιστές και οι καυστικοί;»
«Οι ερωτευμένοι» μου απαντάς και χαμογελάς. «Αν κοιτάξεις γύρω σου θα το καταλάβεις. Για αυτό έγινε εξάλλου ο κόσμος μάτια μου» μου λες όπως και το τραγούδι που έχεις αφήσει να ακούγεται στο δωμάτιο για να συντροφεύει εσένα τώρα που γράφω, εσένα που φοράς πλέον το άρωμα μου.
Η ποίηση είναι ο έρωτας των λέξεων, αλλά ο έρωτας είναι η ποίηση των λέξεων και των πράξεων. Αλλού ψάχναμε τους ποιητές και τελικά αλλού είναι αυτοί κρυμμένοι.
Σε στιχάκια γραμμένα στα μαθητικά τετράδια.
Σε ερωτικά ραβασάκια στους διαδρόμους.
Σε ρίμες στα φοιτητικά έδρανα.
Στα τόσα γράμματα που περιμένουν στα ταχυδρομεία.
Σε μηνύματα εξομολόγησης στο κινητό.
Στα αφιερωμένα τραγούδια στο ραδιόφωνο.
Στα χαραγμένα αρχικά στο παγκάκι του πάρκου.
Στα παράτολμα γκράφιτι στους τοίχους.
Σε κουρασμένες, ανήσυχες αναμονές σε αίθουσες νοσοκομείων.
Σε μια αγκαλιά από λουλούδια σε αφίξεις αεροδρομίων.
Στις βόλτες στην παραλία με γυμνά τα πόδια να βρέχονται.
Στο μέτρημα της αιωνιότητας στις σταγόνες του χρόνου.
Σε μερικές ευχές που συντροφεύουν κάθε αστέρι που πέφτει.
Στα ψιθυρίσματα κάτω από το φως του φεγγαριού.
Στα δάκρυα έτοιμα να κυλήσουν σε έναν ακόμη αποχωρισμό.
Στο κράτημα των χεριών σε μια μεγάλη αλήθεια.
Στα κορμιά τυλιγμένα ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.
Στην γεύση των φιλιών μεταξύ αναστεναγμών τα ξημερώματα.
Στο πρωινό που ετοιμάζει για να φέρει στο κρεβάτι.
Στην αναμονή που κρύβεται πίσω από τα αποσιωπητικά στο τέλος μιας πρότασης.
Σε ένα «σ’ αγαπάω» στα κλεφτά.
Σε ένα χαμόγελο σε μια φωτογραφία.
Στην μαγεία της απλότητας.
Ζούμε όλοι μας ποιητικά και ας μην το καταλαβαίνουμε. Κρύβουμε μικρά κομμάτια ποίησης στην καθημερινότητά μας που ούτε καν τα έχουμε προσέξει. Όσο σκληρός και αν θέλεις να το παίξεις, ο έρωτας σε καταφέρνει. Και δεν μιλάμε για τον έρωτα της μίας βραδιάς, εκείνον τον επιφανειακό, τον φθηνό, τον μόνο καύλες και ενθουσιασμό. Εδώ μιλάμε για τον αληθινό έρωτα. «Τον απόλυτο, τον ακάθεκτο, τον ακατάλυτο, τον ακατάσβεστο, τον μεταρσιωτικό, τον ψυχαναλυτικό, τον άνευ όρων, τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή» όπως είπε και η Sarah Kane. Αυτός είναι ο έρωτας που θα σε κάνει ποιητή.
Θα σε κάνει να περιμένεις στο αμάξι μέχρι να μπει στην πολυκατοικία και ας λέει πως δεν φοβάται. Θα σε κάνει να ανοίγεις την πόρτα να περάσει και ας της φαίνεται παλιακό. Να κουβαλάς τα ψώνια από το σουπερμάρκετ και ας λέει εκείνη περήφανη ότι μπορεί. Να δώσεις το τελευταίο σου τσιγάρο, και ας έχεις χαρμανιάσει τόσες ώρες χωρίς τζούρα. Να της προσφέρεις το παλτό σου και εκείνη να μην δέχεται γιατί «δεν κρυώνει» κι ας τρέμει καθώς περπατάει δίπλα σου. Να την σκεπάζεις την ώρα που αποκοιμήθηκε στον καναπέ και ας σε μαλώνει που δεν την ξύπνησες να κοιμηθείτε μαζί.
Ίσως αυτό τελικά να είναι η ποίηση. Αυτή που κρύβουμε μέσα μας.
Αφιερωμένο σε σένα. Γιατί κάθε φορά που η πένα μου πάει να γίνει αντιποιητική, εσύ με επαναφέρεις.