«Να κρατάς κάτι για ‘σένα» θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει κάθε φορά που επέστρεφα σπίτι έτοιμη να βάλω τα κλάματα από την απογοήτευση. Και δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει, όσο κι αν το πάλευα με το μυαλό μου.
Απογοήτευση για τους ανθρώπους, για την απότομη αλλαγή συμπεριφοράς και κυρίως για το αποτυπωμένο σε θάρρος, θράσος τους να σε πληγώνουν. «Μα εγώ δε θα τολμούσα να πληγώσω με τέτοιον τρόπο κανένα» σκέφτεσαι κι η θλίψη σου βαράει κόκκινο. Και κάπως έτσι οι ζωές μας περνούν και μας βρίσκουν μια να διερωτόμαστε για τη σαπίλα που έχει ο καθένας στην ψυχή του και μια να προσπαθούμε να αναστηλώσουμε το χαμένο μας δυναμισμό. Μια συνεχής προσπάθεια που όμως μας φέρνει κάθε φορά στον ίδιο παρονομαστή.
Γιατί δε σκεφτήκαμε ούτε μία φορά τι πάει λάθος από πλευράς μας. Γιατί αρκούμαστε στο αποτέλεσμα κι όχι στην αιτία που μας αφορά και μάλιστα άμεσα. Πόσες ήταν άραγε εκείνες οι στιγμές που δεν κρατήσαμε τελικά κάτι για εμάς; Πόσες φορές αγνοήσαμε πως μόνο αυτό το κάτι που φυλάς για την πολύτιμη πάρτη σου θα σε σώσει την στιγμή της προδοσίας ή μιας άδικης συμπεριφοράς;
Και σου έρχονται αυτόματα στο μυαλό εκείνοι οι άνθρωποι που θες να τους αρπάξεις από το χέρι και να φωνάξεις ένα «σκάσε» διαρκείας. Είναι εκείνοι οι γκεστ της παρέας που σ’ ένα βράδυ θα στα ‘χουν πει όλα για τη ζωή τους με κάθε λεπτομέρεια. Και συνήθως είναι οι ίδιοι που είναι μπολιασμένοι με την απελπισμένη αναζήτηση σωτηρίας στο πρόσωπο του κάθε άγνωστου. Διότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έμαθαν να χειρίζονται την οικειότητά τους. Τη χαρίζουν απλόχερα θεωρώντας ότι είναι δείγμα αυθεντικότητας κι ειλικρίνειας. Μα έλα που φανερώνει έναν άνθρωπο που του λείπουν σημαντικά κομμάτια στο παζλ του. Εθελοτυφλούν ή είναι όντως αφελείς κάθε φορά που πιστεύουν πως όλο ο κόσμος είναι καλός; Γιατί δε συνειδητοποίησαν ακόμη ότι το να μιλάς έχει πάντα τίμημα, πόσο μάλλον όταν γίνεται σε άγνωστους.
Και κάπως έτσι νομίζουν ότι κάνουν φίλους εύκολα, μπερδεύουν τη φιλία με την παρέα, γίνονται όλα μια χαώδης καταστροφή στο μυαλό τους και φυσικά, μόνο δίνουν. Γιατί δένονται πολύ εύκολα με τους γύρω τους, χωρίς οι άλλοι να το έχουν ακόμη κερδίσει. Και μιλούν. Συνεχίζουν να μιλούν και ν’ ανοίγονται. Και καταλήγουν να πληγώνονται και να ξαφνιάζονται με τις πισώπλατες μαχαιριές.
Έτσι είμαστε όμως οι άνθρωποι. Άμα δε νιώσουμε ότι κερδίσαμε κάτι το θεωρούμε δεδομένο, αδύναμο, ανίκανο, δε μας νοιάζει να το πληγώσουμε. Άμα ξέρεις τα πάντα για τον άλλον, σου είναι το πλέον εύκολο να χειραγωγήσεις τη σκέψη του, πόσο μάλλον το συναισθηματικό του υπόκοσμο. Γιατί για ένα είδος υποκόσμου πρόκειται με το άτομο να επιλέγει λύσεις ανάγκης που το μπλέκουν ακόμη πιο πολύ μετά. Άμα έχεις μπροστά σου ένα ανοικτό βιβλίο σου είναι πολύ εύκολο να αντιδράσεις, να κάνεις τα δικά σου και ν’αδιαφορήσεις. Ξέρεις πως έχεις να κάνεις με άτομο χωρίς φραγμούς ακεραιότητας, το υποτιμάς κιόλας με κάποιον τρόπο μιας και δε θεωρείς ότι μπορεί να σου προσφέρει οτιδήποτε ουσιαστικά ώριμο. Μα κυρίως δε μπορείς ποτέ να εμπιστευτείς έναν άνθρωπο που τα δίνει όλα με τη μια. Τι έχει να δώσει όταν χωρίς προσπάθεια έβγαλε τόσο πολύ από το είναι του;
Άσε που η όλη στάση τους είναι κουραστική. Σε εκνευρίζει ο απροκάληπτος ενθουσιασμός κάποιων, σε εκνευρίζει που δεν ξέρουν πότε να σταματήσουν. Ας μάθουν οι άνθρωποι να γίνονται κύριοι των αποφάσεών τους, να νιώσουν ότι είναι οι μοναδικοί κριτές των ανθρώπων που αφήνουν να μπουν -κι όχι να εισβάλουν- στις ζωές τους και να μιλάνε όσο τους παίρνει. Τόσο απλά. Μα αυτοσεβασμός μηδέν, πουλάκι μου; Αγάπη για την πάρτη σου υπό το μηδέν;
Σκέψου τώρα να ‘χες μπροστά σου ένα άτομο δράκο ενσυνείδησης, που μετράει τι θα πεί και γνωρίζεις ότι για να αποφασίσει να τα πεί, ισχύουν. Σε κάνει αυτόματα να κρεμμιέσαι από τα λόγια του, σε ωθεί κιόλας να μπεις στον κόσμο του μπας και καταλάβεις πώς κρατά ακόμη τόσο γερά τις ισορροπίες του.
Λίγοι είναι αυτοί που αξίζουν να ξέρουν τα βασικά, ελάχιστοι τα πολλά κι είναι ακόμη αμφιλεγόμενο αν υπάρχει κανείς που αξίζει να γνωρίζει τα πάντα.
Επιμέλεια Κειμένου Ήβης Παπαϊωάννου:Σοφία Καλπαζίδου