Η στιγμή περνά και χάνεται. Είναι τόσο μικρή η διάρκειά της στον άπειρο χρόνο, που καταντάει σχεδόν σχήμα οξύμωρο. Ένα χαμόγελο που εύχεσαι να μπορούσες να κοιτάς για ώρες, ένα φιλί που δε θέλεις να τελειώσει, μια υπέροχα αστεία γκριμάτσα-απάντηση σε κάτι που είπες, ένας δρόμος που περπάτησες· όσες φορές κι αν τα επαναλάβεις, η εικόνα που μάγεψε τα ματια σου τη δεδομένη στιγμή, δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Πόσες φορές κλείνεις τα μάτια για να ανακαλέσεις μια τέτοια στιγμή απ’ τη μνήμη σου και σου φαίνεται λειψή επειδή δεν μπορείς να θυμηθείς ακριβώς τα χρώματα ή τη στάση του σώματος; Πόσες φορές έχεις ευχηθεί να μπορούσες να είχες φωτογραφίες, εικόνες αναλλοίωτες στον χρόνο, απο τέτοιες στιγμές;
Η στιγμή γίνεται ανάμνηση, πιο σύντομα απ’ ό,τι την αντιλαμβάνεται κανείς. Ο Αριστοτέλης προβληματίστηκε ιδιαίτερα για την ύπαρξη του χρόνου. Η πρωταρχική του σκέψη, διατυπωμένη πολύ απλά, ήταν ότι ο χρόνος δεν μπορεί να σταθεί μόνος του ως έννοια· οι στιγμές που έχουν περάσει δεν υπάρχουν πια, οι μελοντικές στιγμές δεν υπάρχουν ακόμη, και το τώρα είναι τόσο φευγαλέο που παύει να υπάρχει άμεσα. Τυχαίο ή όχι με αυτές του τις αναζητήσεις, ο Αριστοτέλης έφτιαξε την πρώτη φωτογραφική μηχανή τον 4ο αιώνα π.Χ.
25 αιώνες μετά, οι άνθρωποι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τις φωτογραφικές μηχανές, εξελιγμένες ανα τον χρόνο, ώστε να καταφέρουν να αιχμαλωτίσουν εκείνα τα μαγικά δευτερόλεπτα που ερέθισαν κάποια απ’ τις αισθήσεις τους.
Ποιος απ’τους παλαιότερους μπορεί να ξεχάσει τις Polaroid; Το 1983 ήταν στο απόγειό τους, με τις στιγμιαίες εκείνες φωτογραφίες, έγχρωμες πια, να φτιάχνουν μικρά καρέ ζωής. Εκείνες των πλανόδιων, που αποτύπωναν εσένα, πιτσιρίκι στο τσίρκο, αγκαλιά με το μαιμουδάκι. Εκείνες των γονιών σου, που φυσούσες με μανία το χαρτί με το άσπρο πλαίσιο, μέχρι να εμφανιστεί η πόζα που έπαιρνες, παιδιάστικα επιτηδευμένα. Εκείνες που κοιτάς τριάντα χρόνια μετά και συγκινείσαι, γελάς, νοσταλγείς. Μια και μόνο φωτογραφία είναι ικανή να πυροδοτήσει ντόμινο αναμνήσεων και να γίνει η αφετηρία για ένα ολόκληρο ταξίδι πίσω στον χρόνο. Είναι ικανή να θυμίσει μια τόση δα λεπτομέρεια, απ’τις χιλιάδες της ζωής και να ξυπνήσει και την πιο ξεχασμένη ανάμνηση.
Η τεχνολογική εξέλιξη έφερε αργότερα τα φιλμ. Εκείνα που δεν έπρεπε να πάρουν φως, για να μην «καούν» οι στιγμές. Εκέινα που έπρεπε να εμφανιστούν σε φωτογραφείο και δε γινόταν δοκιμές κι αναθεωρήσεις πριν. Ομολογουμένως, τα φιλμ αποτύπωναν πιο αληθινές και πιο αυθόρμητες εικόνες. Κανείς δεν μπορούσε να δει, εκ των προτέρων, ότι πετούσε το μαλλί την στιγμή του κλικ ή ότι η σταση του σώματος δε τον κολάκευε ή ότι το τεράστιο χαμόγελό του, τον έκανε να μοιάζει με το «παιδί της κρεστ». Τότε, δεν ένοιαζε και κανέναν. Γελούσαν όλοι μέχρι δακρύων με τέτοιες φωτογραφίες και δεν υπήρχε καν η σκέψη να τις σκίσουν. Καταχωρούνταν με ευλάβεια στα παιδικά κι εφηβικά άλμπουμ, συνήθως παρέα με τη μαμά και τη μανία της να βάζει παντού λεζάντες, καταγράφοντας τόπους κι ημερομηνίες.
Πόσες φορές, όταν βρίσκεσαι στο πατρικό σου, ανατρέχεις σ’ αυτά τα άλμπουμ, χαζεύοντας την εξέλιξη του προσώπου σου, του κορμιού σου, της ζωής σου; Πόσες φορές ανατρέχεις στις φωτογραφίες για να «συναντηθείς» ξανά με άτομα, που για κάποιο λόγο δεν υπάρχουν πια στη ζωή σου; Ακόμη κι ο νεότερος εαυτός σου είναι ένα απο αυτά. Η φωτογραφία είναι ανάμνηση. Κι η ανάμνηση είναι μια μορφή συνάντησης με πρόσωπα και τόπους που σε «διέσχισαν» και που τους διέσχισες, αντίστοιχα.
Τα τελευταία επιτεύγματα στον χώρο της φωτογραφίας είναι οι ψηφιακές φωτογραφίες και φυσικά οι σέλφι· πιο καλές αναλύσεις, πιο ζωντανά χρώματα, ρεκτιφιέ, κολάζ κι ένα σωρό καλλιτεχνίες. Κι όπως πάντα, η κάθε είδους εξέλιξη οδηγεί στην καλή και στην κακή χρήση της. Η φωτογραφία πλέον μοιάζει με προσωπική τέχνη. Γίνεται ρετρό-ασπρόμαυρη κατα το δοκούν ή φέρει χιλιάδες χρώματα, υπαρκτά κι ανύπαρκτα. Το μάτι του κάθε φωτογράφου αποτυπώνει στιγμές ρεαλιστικές και το χέρι του τους προσδίδει μια πινελιά σουρεάλ ή βινταζ ή κιτς. Απ’ την άλλη, η φωτογραφία χρησιμοποιείται κατά κόρον πια και για επίδειξη. Φιγουράρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με νέου είδους λεζάντες, τύπου «ήμουν εδώ-έκανα αυτό-δείτε όλοι τι κορμί έχω φτιάξει». Ακόμη κι αυτό, όμως, μπορεί να θεωρηθεί ως μια βαθύτερη, μη αναγνωρίσιμη ανάγκη να παγιδεύσει κάποιος την εικόνα και την εικόνα του. Κι ας έχει και την ανάγκη να τη μοιραστεί με όλο τον κόσμο.
Αιώνες πριν, ο Γαλιλαίος έκανε υπερπροσπάθεια να αποδείξει οτι η γη γυρίζει. Κι αιώνες μετά, οι άνθρωποι πάντα προσπαθούν να σταματήσουν για δευτερόλεπτα την περιφορά της. Σχεδόν αξιωματικά, εκείνο που έχει σημασία τελικά είναι οι στιγμές που κάνουν «κλικ» στο είναι σου. Το είδος τους είναι διαφορετικό για τον καθένα, το «κλικ» όμως είναι ίδιο. Όπως ίδιο είναι και το κλικ της φωτογραφικής που θα τις απαθανατίσει· σκέψου τι σημαίνει η λέξη που χρησιμοποιείται για αυτήν, και άλλες τέχνες. Το κλικ βγάζει τις στιγμές απ’ το θάνατο, το μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου. Η φωτογραφία κρατάει ζωντανές όλες τις στιγμές που αιχμαλωτίζει. Για πάντα.
Κι ακόμη κι αν είσαι απο αυτούς που διατυμπανίζεις ότι δε σου αρέσουν οι φωτογραφίες, είμαι σίγουρη ότι όταν πέφτουν στα χέρια σου, τις κοιτάς με μια κρυφή ηδονή που παραδέχεσαι μόνο στον εαυτό σου κι αφήνεσαι στο ταξίδι τους.