Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Ιωάννα Λιθοξοπούλου.

 

«Πέτα αυτό το κοχύλι επιτέλους», βαρέθηκα να ακούω από τους φίλους μου. Καταλαβαίνουν πώς αισθάνομαι, απλά πιστεύουν ότι κάποια πράγματα πρέπει να ανήκουν εκεί από όπου προήλθαν, στο παρελθόν. Αλλιώς σε καταστρέφουν βαθιά και αργά, χωρίς να το νιώθεις. Και αυτό είναι και το δικό μου πρόβλημα. Δε θέλω να ξεφύγω! Νιώθω ότι θέλω να καταστραφώ με κάθε ανάμνηση αυτού του κοχυλιού που θα με γυρίζει πάλι πίσω σ’ εκείνη την αμμουδιά, εκείνο το χαμόγελο και εκείνη την ηλιαχτίδα που ήταν λες και το έκανε επίτηδες και έλουζε κάθε χαρακτηριστικό του προσώπου σου και το έκανε να φαίνεται πιο λαμπερό και πιο ελκυστικό από ότι ήταν.

Ήταν σαν χθες, όταν μετά από μια εκκωφαντική σιωπή, γιατί πάντα έτσι ένιωθα μαζί σου, ότι ακόμα και η σιωπή σου τρύπωνε κάπου μέσα στην ησυχία μου και τη γαργαλούσε κάνοντάς τη να μοιάζει με φανταστικό διάλογο που μόνο οι δυο μας θα φτιάχναμε, σε θυμάμαι με ενθουσιώδη φωνή να μου λες «κοίτα, τελικά βρήκα κάτι πιο όμορφο από σένα!». Κι ενώ περίμενα την επόμενη πλάκα σου, γιατί είχα συνηθίσει το παιδιάστικο χιούμορ σου, άνοιξες την παλάμη σου και μου έδειξες το πιο όμορφο κοχύλι στον κόσμο. Ήταν μεγάλο, λευκό, και καλυμμένο από άμμο. Παρ’ όλα αυτά φαινόταν ότι θα ξεπρόβαλε η ομορφιά του, γιατί αυτό είναι το μυστικό με την ομορφιά, μπορείς να τη μυριστείς χωρίς να είναι ανάγκη να την κοιτάξεις.

«Γιατί κοιτάς συνέχεια κάτω;» με ρώτησες. Δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από το κοχύλι. Ήταν σαν θησαυρός. Και ήταν πραγματικά ένας θησαυρός αναμνήσεων, κάθε φορά που κοιτούσα το κοχύλι. Όσος καιρός και αν είχε περάσει ήταν σαν να άνοιγε μπροστά μου το σεντούκι με τις καλύτερες στιγμές μας αλλά και τις άσχημες, αν και αυτές τις είχα στην άκρη του μυαλού μου. Έτσι κάνουν οι άνθρωποι, όταν τους λείπει κάποιος. Δε σκέφτονται πόσες φορές τους φώναξαν, ενώ μάλωναν, αλλά πόσες φορές τους ψιθύρισαν σ’ αγαπώ και το κορμί τους αναρίγησε όπως και το δικό μου τώρα που κρατάω αυτή τη μικρή υπενθύμιση.

Μήπως πρέπει να το πετάξω; Μα ποιος πετάει τα όνειρα στον δρόμο; Και πού θα το πετούσα; Αν το αποφάσιζα ποτέ αυτό, θα έπρεπε να κάνω πάλι το ίδιο ταξίδι, να διασχίσω την ίδια παραλία και να περάσω πάνω από τον ίδιο βράχο και να βρεθώ στο ίδιο σημείο πετώντας το στη θάλασσα, εκεί που ανήκει. Αλλά και πάλι δε θα έφτανε αυτό, γιατί το συναίσθημα δεν πετιέται. Και ο έρωτας; Ο έρωτας δε χάνεται. Μονάχα πηγαίνει και κουλουριάζεται σε ένα μικρό κομμάτι του μυαλού σου και ξυπνάει όποτε αυτός αισθανθεί έτοιμος. «Λοιπόν, φέρ’ το εδώ!» η φωνή του ήταν σίγουρη. Το έσφιξε στη χούφτα του και με τράβηξε να την αγκαλιάσω με το αριστερό μου χέρι. «Κάθε φορά που θα αγγίζεις αυτό το κοχύλι θα σκέφτεσαι εμάς, τη δική μας μοναδική συνάντηση».

Και ηχεί σαν κατάρα αυτό μέσα στα αυτιά μου, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια που το σκέφτομαι. Σαν να ήξερε εκείνη τη στιγμή ότι θα με κάνει να υποφέρω στη μνήμη αυτού του μικρού δώρου. «Δεν πρόκειται να μας ξεχάσω, το ξέρεις και ούτε πρόκειται να χωρίσουν οι δρόμοι μας, ό,τι και αν γίνει, υποσχέσου!». Και ήξερα ότι δε σ’ αρέσουν οι υποσχέσεις. Έλεγες ότι είναι για μικρά παιδιά που δεν μπορούν να προγραμματίσουν το μέλλον τους. Γιατί όποιος θέλει, μπορεί. Το έλεγες τόσο σοβαρά! Παρ’ όλο που ένα μέρος μου συμφωνούσε, με έκανες να γελάω. Και τότε ήταν που γελούσες κι εσύ, αλλά δεν το εννοούσες. Ήξερα πότε το εννοούσες.

Ήθελες απλά να με κάνεις να σε ερωτευτώ κι άλλο. Μα γιατί να χαιρόμουν τόσο στο άκουσμα του γέλιου σου; Γιατί να αισθανόταν έτσι το κορμί μου στην όψη του χαμόγελού σου; Ήξερες ότι με το γέλιο σου μπορούσες να καταφέρεις τα πάντα. Γι’ αυτό το έκανες να ακούγεται τόσο μελωδικό στο μυαλό μου. «Οι υποσχέσεις δεν ορίζονται από τα συναισθήματα, αλλά το ξέρεις ότι θα είσαι πάντα στην καρδιά μου». Σιχαίνομαι να το θυμάμαι αυτό. Ήταν λες και ήξερες. Ήταν λες και αυτό ήταν το μόνο πράγμα που είχες υποσχεθεί με τον εαυτό σου, να με καταστρέψεις γλυκά και να με ξεχάσεις ακόμα πιο γλυκά και εύκολα.

«Λοιπόν, σκέφτηκα κάτι! Με το τρία, θα σε κρατήσω τόσο σφιχτά που δε θα χρειαστεί να σου λείψει η αγκαλιά μου, ποτέ πια!». Όταν σε πρωτογνώρισα ήρθες και με αγκάλιασες. Το θυμάσαι; Δε σε ήξερα καν τότε. Ήσουν ένας άγνωστος που απλά τον πέρασα για τρελό. Είπες το όνομά της και με αγκάλιασες σαν να με ήξερες χρόνια. Εγώ πάντως σε ήξερα, γιατί σε αυτήν τη ζωή δεν έχω ξανανιώσει πιο δυνατό συναίσθημα. «Μάλλον μπερδεύτηκες!», σου είπα. Γελάσαμε. Είχες κοκκινίσει και ήθελα να σε κάνω να νιώσεις πιο άνετα. Μετανιώνω γι’ αυτή μου την κίνηση. «Πας και εσύ στη χώρα; Θέλεις να μου μιλήσεις γι’ αυτήν που σε κάνει να τη φαντάζεσαι παντού;». Γέλασες , και αυτό το θυμάμαι. Πόση ώρα πέρασε περνώντας συνέχεια από τα ίδια και τα ίδια μέρη;

Η συζήτηση δεν τελείωνε και η χημεία γινόταν όλο και πιο έντονη. Πώς να ξεφύγεις; Σχεδόν κρεμόμουν από τα χείλη σου. Έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να σε φιλήσει αρκετές φορές, μα κρατιόμουν. Δεν ήθελα να φανώ αδύναμη. Ήξερα ότι δεν ήταν αμοιβαίο. Το ένιωθα στον τρόπο που με κοίταζες. Εγώ είχα αποτυπώσει στο μυαλό μου κάθε σημάδι που υπήρχε στο κορμί σου. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με είχε συνεπάρει τόσο πολύ πάνω σου, γιατί δεν ήταν τόσο η ομορφιά όσο η άνεση που είχα μαζί σου. Μήπως κάπου σε ξέρω; Δεν γίνεται να αισθάνομαι έτσι. Εσύ δε σταμάτησες να μου μιλάς. Ήταν μόνο η δική σου φλυαρία που ανεχόμουν. «Αύριο θα κατέβεις πάλι στην παραλία; Θες να συναντηθούμε;» Με διέκοψες από τις σκέψεις μου. Έμεινα έκπληκτη. Νόμιζα ότι δεν μιλούσες σε μένα. Ήθελα να πω ναι! Ήταν το μόνο που ήθελα. Ωστόσο, δε μου έβγαινε.

Διήρκεσε μια τόσο αμήχανη παύση, γι’ αυτό και ξαναμίλησες. «Μάλλον σε κούρασα! Θα τα πούμε αύριο αν σε δω.» Κάθε άλλο, κάθε κομμάτι μου ήθελε να τον ξαναδώ! Όπως και κάθε κύτταρό μου τώρα πλέον ξέρει ότι δεν θα ήταν το ίδιο αν δεν είχε γίνει εκείνη η γνωριμία. Θα σε αφήσω να διαλέξεις έλεγε το μυαλό μου, μα η καρδιά μου δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Η καρδιά μου γνώριζε. Πάντα γνωρίζει. Ήθελα απλά να σε αφήνω να μου μιλάς για ώρες. Για τις παιδικές σου βόλτες με τα ποδήλατα. Μου έλεγες συνέχεια εκείνη την ίδια ιστορία που χτύπησες, και μου έδειχνες κάθε φορά εκείνο το σημάδι στο γόνατο και γελούσαμε. Για τις αποτυχημένες προσπάθειές σου να γράψεις ένα γράμμα στη μητέρα σου, και για όλα εκείνα που φοβόσουν και κατά βάθος ήξερες ότι ήθελες να τα πετύχεις. Όμως, κάτι σε κρατούσε στη γη, όπως γίνεται με όλους μας, που ενώ θέλουμε να πετάξουμε μακριά, κάτι μας κρατάει στο έδαφος και δε μας αφήνει να αλλάξουμε.

«Τι διαλέγεις τελικά;» Φιστίκι! Αφού όλο φιστίκι διαλέγαμε. Μας άρεσε να κάνουμε αυτήν την πλάκα. Γέλασες πάλι. Βαρέθηκα να γελάς. Αν δεν ήταν αυτό το γέλιο πόσα πράγματα θα είχαν αλλάξει; Και πάλι στο ίδιο παγκάκι, με το ίδιο χωνάκι και την ίδια γεύση παγωτό μιλούσαμε για τον κόσμο μας. Μόλις μαζέψω τα λεφτά που θέλω, μου έλεγες, θα πραγματοποιήσω όλα αυτά που μέχρι στιγμής δεν μπόρεσα. Και εγώ ήθελα αλήθεια να βρίσκομαι μέσα σε αυτά. Ζήλευα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ζήλευα! Ήθελα να ανήκω μέσα στους στόχους και τις βαθιές σου φαντασιώσεις, όπως ανήκες κι εσύ στις δικές μου. «Δε μιλάς πολύ για τον εαυτό σου» μου έλεγες. Και πώς να μιλήσω; Αφού τα είχες πει όλα και για τους δυο μας. Και δεν ήταν ότι ήθελα να σε σταματήσω. Πιστεύω ήξερες την αδυναμία που σου είχα, γι’ αυτό και την έκανες δύναμη στα δικά σου χέρια.

«Το ξέρεις το παιχνίδι της αλήθειας;» ρώτησα. Δεν πρέπει να χάσεις. Θα καταλάβω όλη την αλήθεια από τα μάτια σου. Ξέρεις τι λένε για τα μάτια. Και εκεί ήταν που ανέφερες το όνομά της για μια ακόμα φορά. Αλήθεια, δεν άντεξα, θα έσπαγε η καρδιά μου. Έκανα  υπομονή, όσο δεν είχα κάνει με κανέναν άλλο. Το πέταξα με όση δύναμη μπορούσα. Δεν υπολόγισα τίποτα και κανέναν. Έτσι δεν κάνεις κι εσύ; Η πάνω δεξιά ακρούλα του είχε ραγίσει και μου θύμιζε τα δικά μου ραγισμένα κομμάτια που έπρεπε να κάτσω και να μαζέψω τώρα ένα ένα.

Μάζεψα το κοχύλι από το έδαφος, το έχωσα στην τσέπη μου και άρχισα να τρέχω. Έτσι είναι με τα σπασμένα πράγματα. Υπάρχουν εκεί, για να σου θυμίζουν ότι πάλεψες, ότι έδωσες όλη σου την ψυχή και παρέμεινες δυνατός, πληγωμένος, αλλά δυνατός, σχεδόν άφθαρτος πια. Και τι νόημα έχει ένα σπασμένο κοχύλι μετά από τόσο καιρό κρατημένο ανάμεσα σε ένα βιβλίο; Έχει το σύμβολο της μάχης. Της μάχης με τον ίδιο σου τον εαυτό αλλά και με τους εχθρούς. Είναι όπως οι οβίδες για τους πολεμιστές. Τις έχουν κάπου καλά φυλαγμένες και τους μένουν αλησμόνητες στο πέρασμα του χρόνου. Και τώρα ήρθε η δική μου στιγμή της αλήθειας. Αν μπορούσα να ξεχάσω ό,τι συνέβη ή να το ξαναζήσω όλο από την αρχή, τι θα έκανα; Σκέψου!

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ιωάννας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!