Ωπ ωπ, ήρθε το καλοκαίρι! Τα πουλάκια κελαηδούν πιο ζωντανά κι εκκωφαντικά από ποτέ, τα μπράτσα ξεγυμνώνονται, τα μπούτια ελευθερώνονται, ο ιδρώτας στάζει και τα μαλλιά σγουραίνουν, ενώ η αγανάκτηση κι ο θυμός που κρατάς μέσα σου τόσο καιρό και προσπαθείς να χαλιναγωγήσεις για τη δική σου ψυχική ηρεμία εκτοξεύονται στα ύψη. Γιατί, αναρωτιέσαι. Γιατί μαζί με τη ζέστη και τον «γυμνισμό» κάνουν την εμφάνισή τους και τα καταραμένα ερωτευμένα μέχρι τρέλας ζευγαράκια που θρονιάστηκαν στην Αθήνα!
Όλον τον χρόνο παλεύεις με τις μοναξιές σου, τους δαίμονες που προσπαθούν να σε χτυπήσουν με μανία σε τοίχους και ασφάλτους. Τους λες να καθίσουν ήσυχοι, να σε αφήσουν να ζήσεις και να εστιάσεις σε άλλα πράγματα κι αυτοί υπακούν φρόνιμα, γνωρίζοντας ότι δεν μπορείς να έχεις εμμονή με τον έρωτα 24/7 -δε θα μπορούσες να ανασάνεις από την προσμονή κι ανυπομονησία. Λες ότι θα έρθει κι η σειρά σου, ότι δε γίνεται μέσα στα εκατομμύρια της Αθήνας να μη βρεις κι εσύ το ταίρι σου.
Και αυτή η στρατηγική λειτουργεί από Οκτώβρη μέχρι Μάιο. Ξυπνάς μάχοντας το ξυπνητήρι, ντύνεσαι, πας στη σχολή ή στη δουλειά, μάχοντας συμφοιτητές και συναδέλφους, βγαίνεις με φίλους, πίνεις καφέδες και ποτά, μάχοντας όσους σου σπάνε τα νεύρα και στο τέλος της ημέρας πέφτεις στο κρεβάτι με ένα μικρό χαμόγελο στο εσωτερικό. «Τα κατάφερα και σήμερα!» σκέφτεσαι και πέφτεις με τη μούρη στο House of Cards, στο Walking Dead, στο Doctor Who ή όποια είναι η σειρά που γουστάρεις να πορώνεσαι.
Όλη αυτή η μάχη ενάντια στην κοινωνία που είναι τόσο μη ιδανική για την προσωπικότητα και τα θέλω σου, γίνεται δυσκολότερη κατά τους μήνες Ιούνιο με Σεπτέμβρη κι αυτό γιατί ο τύραννος έρωτας παίρνει τους αιχμαλώτους του και τους πετά στον δρόμο για να μοιραστούν τη λατρεία τους με τους πάντες, να τους χαρίσουν αόρατα σοκολατάκια του εξωπραγματικά λατρεμένου συναισθήματος. Έλα μου που εμείς δεν το χρειαζόμαστε! Ακούς, Έρωτα; Πάνε στα κομμάτια!
Μπαίνεις στα Μέσα με την τσίμπλα στο μάτι, με το πρόγραμμα της ημέρας να βουίζει στις σκέψεις σου, με όλους σου τους πόρους να ξεχειλίζουν στη ζέστη και τσουπ! Ένα ζευγάρι στα μπροστινά καθίσματα· το κεφάλι του ενός στον ώμου του άλλου, χαλαρώνουν λίγο πριν η ένταση της ημέρας τους αποσυντονίσει, ρουφώντας λίγη ακόμα από την ενέργεια που εκπέμπει το σώμα του αγαπημένου τους. Στριφογυρίζεις τα μάτια και στρέφεις το βλέμμα στη χαώδη κίνηση του δρόμου. Εντάξει, δεν πειράζει, ένα ζευγαράκι είναι μόνο, δε χρειάζεται να σ’ επηρεάσει, κι εσύ θα ερωτευτείς κάποια στιγμή -το πιθανότερο, σύντομα!
Περπατάς στον δρόμο κι όταν το μυαλό σου σταματήσει να σκέφτεται άκυρα και κοιτάζεις πραγματικά γύρω, ο κόσμος έχει μεταμορφωθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν της πόρωσής σου, του Walking Dead! Εκατοντάδες! Ή και χιλιάδες χεράκια πιασμένα σε αργό ή γρήγορο περπάτημα, μάτια που σπιθοβολούν, χαμόγελα πλατιά και γέλια κακαριστά προς τιμήν του έτερον ήμισυ. Όπου κι αν δεις-και είσαι σίγουρος πως δεν υπερβάλλεις-ζευγαράκια έρχονται προς το μέρος σου να σου τρίψουν στη μούρη πόσο ευτυχισμένοι είναι, πόσο ιδανική και πανέμορφη είναι η ζωή τους, πόσο θα έπρεπε να ζηλεύεις! Τους αχρείους! «Ποιοι νομίζουν ότι είναι;» σκέφτεσαι με θυμό και είσαι έτοιμος να βγάλεις τη νοητή μπαζούκα και να τους αρχίσεις στις ρουκέτες. Όμως, όχι. Ανασαίνεις βαθιά, δαγκώνεις τη γλώσσα σου και δείχνεις ανωτερότητα. Δε θα πέσεις στο επίπεδό τους.
Γλωσσόφιλα στα αμφιθέατρα, κρυφά τρυφερά αγγίγματα στο γραφείο, ευτυχισμένοι αναστεναγμοί κάπου από πίσω και τα ραντάρ σου πιάνουν κάθε στάλα έρωτα που ποτίζει τις καρδιές και τα μυαλά όλων γύρω σου εκτός από εσένα! ‘Γ@^*(%ε έρωτα! Εγώ δεν υπάρχω, ρε ελεεινέ; Πού είναι τα βέλη σου; Ρίξε μου ένα! Ρίξε, ρε! Γιατί δε ρίχνεις; Σου έκανα κάτι; Φταίει το ότι όταν ήμουν μικρή έλεγα πως ο έρωτας δεν υπάρχει κι ότι όλα αυτά είναι σαχλαμάρες; Ε, μην είσαι έτσι τώρα, ήμουν μωρό! Πού να ξέρω;’ Κι έπειτα, αφού έχεις ξεσπάσει με τα βρισίδια, συνειδητοποιείς ότι διαολοστέλνεις ένα ανύπαρκτο πρόσωπο κι ότι έχεις ξεφύγει.
Ηρεμείς. Θυμίζεις στον εαυτό σου ότι έχεις αντέξει χειρότερα πράγματα και καταστάσεις, ότι αυτό δεν είναι τίποτα και το έκανες τόσον καιρό. Υπομονή και ανάσες!
Γελάς με τους φίλους σου, τρως παγωτά και προσποιείσαι ότι δε βλέπεις τα ερωτευμένα ζόμπι γύρω σου, πως απλά είσαι σ’ έναν πολυσύχναστο, zombie-free δρόμο. Στο τέλος της ημέρας, πας να πάρεις το λεωφορείο και περνάς από το πλάι μιας σκοτεινής εκκλησίας. Η άκρη του ματιού σου πιάνει ελαφρές εικόνες σαρκικού έρωτα και η μπουνιά που τρως στο στομάχι σού κόβει την ανάσα. Όμως, συνεχίζεις να προχωράς. Και στη στάση, ο ένας κάθεται πάνω στον άλλον, μια μουσούδα σ’ έναν λαιμό και γλυκά χαμόγελα στα πρόσωπα. Μπαμ! Γερή σφαλιάρα, γαμώτη. Ένα νιαούρισμα έρχεται από κάπου με παραπονάκια για την αργοπορία κάποιου τηλεφώνου και την αίτηση υπόσχεσης πως θα την σκέφτεται μέχρι να ιδωθούν ξανά. Wow! Παραλίγο να μη δεις αυτήν την τρικλοποδιά.
Ξαπλώνεις στο κρεβάτι, στιγμιαία σιχαίνεσαι την παλιά αγαπημένη σου σειρά, και κλείνεις τα μάτια. Όλο σου το σώμα βογκά κι αν το κοιτάξεις θα είναι μελανιασμένο, οπότε απλά δεν το κάνεις. Είσαι εξαντλημένος, όμως μία σκέψη ουρλιάζει στο μυαλό σου. «Πότε θα ξαναπέσετε σε χειμερία νάρκη, ρε πούστη μου!».
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Α. Καρμίρη: Κατερίνα Κεχαγιά.