Πολύ συχνά, όταν αφήνομαι ελεύθερη στις σκέψεις μου, βλέπω εικόνες από τη γειτονιά που μεγάλωσα.
Τη θέα που αντίκριζα καθημερινά έξω από το παράθυρο στο πατρικό μου σπίτι.
Το κορίτσι στο απέναντι μπαλκόνι, με χαιρετούσε κάθε απόγευμα, κουνώντας την κούκλα, που κρατούσε στο ένα της χέρι. Αυτή ήταν η άτυπη πρόσκληση της σε ένα παιχνίδι, που παίζαμε ταυτόχρονα μα εξ΄ αποστάσεως. Παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα αν με ρωτήσεις ποια ήταν η πρώτη μου φίλη, θα σου πω χωρίς δεύτερη σκέψη η Αλίκη, από τον απέναντι τρίτο όροφο.
Βλέπω ολοζώντανα μπροστά μου την άσπρη εκκλησία στο τέρμα της ανηφόρας, που μας ξυπνούσε από τα χαράματα την Κυριακή με τη καμπάνα της να χτυπάει δυνατά και μας έβαζε σε ένα πνεύμα κατάνυξης κάθε Μεγάλη Παρασκευή με τον επιτάφιο να περνάει στολισμένος έξω από το σπίτι μας και εμείς να τον περιμένουμε με κεριά αναμμένα και λιβάνι να καίει στο περβάζι.
Τον φούρνο στη γωνία του στενού μας, που η μυρωδιά από τα καλούδια του έφτανε μέχρι την πόρτα μας και με έκανε να κατεβαίνω τρέχοντας να ψωνίσω το ψωμί της μέρας. Τις κούνιες στην παρακάτω πλατεία, τις οποίες και επισκεπτόμουν ανελλιπώς με λαχτάρα και ας γυρνούσα πάντα σπίτι με γδαρμένα και βρώμικα γόνατα.
Και ήταν η ίδια αυτή η πλατεία, που χρόνια αργότερα αντάλλαξα το πρώτο μου φιλί, το πρώτο «σ΄αγαπώ», το πρώτο «τελειώσαμε»
Στην ίδια γειτονιά ξόδεψα δώδεκα χρόνια από τη ζωή μου πηγαίνοντας σχολείο, που με σημάδεψε ανεξίτηλα. Ο πεζόδρομος με τις ανθισμένες νεραντζιές που διέσχιζα τρέχοντας νυσταγμένη για να φτάσω έγκαιρα στο πρώτο κουδούνι και η καφετέρια στο τέρμα, που μαζευόμασταν κάθε φορά που σχολάγαμε ή που αποφασίζαμε να κάνουμε ομαδικώς κοπάνα.
Είναι όμως και η δίκη σου γειτονία που έχει αφήσει το σημάδι της στο μυαλό και την καρδιά μου. Ο δρόμος από τον ηλεκτρικό μέχρι την πόρτα σου, η μυρωδιά της θάλασσας στην αρχή, οι φωνές από το παιδικό σταθμό στη συνέχεια και το μπακάλικο στη γωνία, λίγο πριν φτάσω.
Ερχόμουν κάποια περίοδο τόσο συχνά από τα μέρη σου, που θυμάμαι έντονα τον κρεοπώλη από το κάτω δρόμο να με καλημερίζει με ένα βλέμμα γεμάτο υπονοούμενο.
Αν μου πεις όμως ευθύς αμέσως να διαλέξω την γειτονιά της καρδιάς μου, θα σου πω χωρίς δισταγμό την διεύθυνση από το πρώτο μου σπίτι, αυτό που ήμουνα εγώ η σπιτονοικοκυρά, το φοιτητικό μου.
Η στάση του λεωφορείου που σερνόμουν τα πρωινά για να παρακολουθήσω στη χάση και τη φέξη και κάνα μάθημα, τα σουβλατζίδικα που άνοιγαν το ένα πίσω από το άλλο από τις δικές μου παραγγελίες, τα μπαράκια και οι καφετέριες, που με φώναζαν όλοι με το μικρό μου όνομα, η πιλοτή στα αριστερά, που άδειασα το περιεχόμενο του στομάχου μου μετά το πρώτο μου μεθύσι.
Γι’ αυτό, σε παρακαλώ μην μου ζητάς να σου πω το όνομα της γειτονίας που προτιμάω για να νοικιάσουμε το πρώτο μας σπίτι.
Θέλω να είναι μια γειτονιά, που να μπορεί να συνδυάζει κάτι από τις αναμνήσεις του παρελθόντος, με εσένα, που είσαι το μέλλον μου, συνέχεια παρών.
Και σίγουρα αυτή θα γίνει η γειτονιά της καρδιάς μου.