Τελειώνεις τη δουλειά και παίρνεις το κινητό σου να δεις μπας και σε θυμήθηκε κανείς, δέκα χαμένες κλήσεις κι όλες απ’ τη μάνα σου, με ένα παραπονεμένο ύφος κλειδώνεις ξανά  το τηλέφωνο και δε δίνεις σημασία. Λες και δεν σε ένοιαξε και πολύ η ανησυχία της μάνας με τα συνηθισμένα κι επί καθημερινής βάσεως «τι κάνεις» κι αν «είσαι καλά». Συγγνώμη που δεν είχες χαμένη κλήση από τον Brad Pitt ή  την Jolie. Να το διευθετήσουμε την επόμενη φορά, όταν η πλήξη σου θα έχει φτάσει στο ζενίθ και θα είσαι τόσο απεγνωσμένος για παρέα.

Φτάνεις σπίτι λοιπόν, κάνεις και μία μικρή προσπάθεια στο facebook, μπας κι έχεις κανένα ξεχασμένο μήνυμα που δεν είχες δει πριν από 5 λεπτά που είχες συνδεθεί, αλλά με σταθερή αναισθησία, οι δέκα χαμένες κλήσεις δε σε αγγίζουν με τίποτα, συνεχίζεις ακμαία.

Μετά από ώρα αφού έχεις σιχαθεί τη βαρεμάρα σου παίρνεις τη μάνα σου τηλέφωνο, αφού έχει φτάσει 10 το βράδυ και σημείωσε ότι οι χαμένες κλήσεις ήταν ‘ τις 4 το απόγευμα. Τις πετάς και τη συνηθισμένη δικαιολογία πως ήσουν στη δουλειά με πιεσμένο πρόγραμμα και τώρα βρήκες χρόνο. Πριν κλείσετε, σου λέει ότι σήμερα ήταν τα γενέθλιά της και σε έπαιρνε όχι για να σου κάνει το σύνηθες παράπονο που κάνουν όλες αλλά για να τη βγάλεις έξω και για να τα περάσετε μαζί. Χαρακτηριστικά κι έτσι μεταξύ μας, είσαι ένα γαιδούρι.

Από πού πηγάζει όλη αυτή η συμπεριφορά απέναντι στη μάνα σου; Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούμε την αγάπη αυτής της γυναίκας δεδομένη και την παραμερίζουμε μόνο για έκτακτες ανάγκες; Ρε μάνα, φώναξέ μου μπας και φέρω τα λογικά μου. Από πότε σου αξίζει το τηλέφωνο της «έκτακτης ανάγκης» ;

Καθόμουν στην αγκαλιά σου έξω στο μπαλκόνι τότε που ακόμη καταδεχόμουν να πλαγιάσω το κορμί μου επάνω σου χωρίς ιδιοτροπίες και γκρίνιες με την υπόσχεση ότι όταν φύγω από αυτό το σπίτι θα έρχομαι κάθε μέρα να σε βλέπω, να σε σφίγγω στην αγκαλιά μου και θα σου δίνω το μεγαλύτερο φιλί για καληνύχτα. Με κοίταξες, μου χαμογέλασες κρυφά και μου είπες πως «αυτό που μόλις τώρα είπες θα το θυμάμαι».

Συγγνώμη, για τις κλήσεις που αδιαφορούσα, συγγνώμη για τα βράδια που σου είχα υποσχεθεί ότι θα ‘ρθω αλλά ποτέ δεν ήρθα, συγγνώμη για τις φωνές που σου έχω βάλει, συγγνώμη για τις αγκαλιές που υποσχέθηκα αλλά δεν τήρησα, για τα φιλιά που σου ανήκαν αλλά δόθηκαν αλλού, συγγνώμη για τα ξεχασμένα σου γενέθλια. Συγγνώμη για τα πείσματα και τις γκρίνιες θέλοντας να γίνει το δικό μου κι εσύ δε μου χάλαγες χατίρι, για τις φορές που ξημεροβραδιαζόσουν στο κρεβάτι δίπλα μου απ’ τα μεθύσια που είχα κάνει, για τα ψέματα που σε έχω στολίσει. Με μια συγγνώμη όμως δε λύνονται τόσων χρόνων αδιαφορία κι αγάπη «έκτακτης ανάγκης».

Η γαϊδουριά τόσων χρόνων θα μεταλλαχτεί στο προηγούμενο παιδί που είχες, δέξου το έστω κι αργά. Την Παρασκευή δε θα την περάσει με την τρελοπαρέα στην ουζερί, θα έρθει να σε πάρει, στολίσου γιατί θα βγούμε έξω για τα γενέθλιά σου, έστω και αργά, μια υπόσχεση που θα τηρηθεί. Α κι όχι μόνο αυτή την Παρασκευή και κάθε Παρασκευή. Εγώ κι εσύ, θα σου θυμίζω τη γλυκιά πλευρά της μάνας.

Κι αν δε στο ξεστομίζω συχνά, σ’ αγαπώ, απλά οι δικαιολογίες, τα ψέματα και οι φωνές δε με άφηναν να στο υπενθυμίσω.

 

Επιμέλεια Κειμένου Χρυσώς Καλούδη: Πωλίνα Πανέρη   

 

 

 

Συντάκτης: Χρυσώ Καλούδη