Η κουζίνα μου ακατάστατη, το μέσα μου χειρότερο. Ούτε που θυμάμαι από πότε είχα να τη μαζέψω. Τη ζωή μου εννοώ, γιατί την κουζίνα την άφηνα επίτηδες λερωμένη. Δεν είχα ακόμα καταφέρει να κλείσω το βιβλίο με τις συνταγές. Μου άρεσε να το βλέπω επάνω στην κουζίνα πιτσιλισμένο από λαδιές κι αλεύρια. Άλλωστε κάποτε θα έπρεπε να τελειώσω και με τη συνταγή, αλλά και με εκείνον.
Για τη ζωή μου άστο καλύτερα. Είχε λερωθεί ανεξίτηλα απ’ τα βράδια αναμονής, από μάχες για να τον κερδίσω, από περίμενε, από τεράστια τίποτα που είχαν κολλήσει επάνω μου κι από κάτι συνταγές που πάλευα να πετύχω, αλλά δε δοκίμασε ποτέ.
Εκείνος είχε κάτι μπερδέματα με το παρελθόν του. Εγώ, είχα κάτι μπερδέματα με εκείνον, αλλά δε με ένοιαζε. «Άλλωστε αν ήθελε να ήταν αλλού, θα ήταν αλλού» έλεγα στους φίλους και κοκορευόμουν ότι δεν υπήρχε τίποτα πίσω κι ότι είχε ξεχάσει το παρελθόν.
Να είσαι ο καλύτερος στις συμβουλές προς τους άλλους και στον εαυτό σου να τα κάνεις μαντάρα. Να πας να μπλέκεσαι σε παλιοϊστορίες, να βασανίζεσαι, να λεκιάζεσαι. Να τονίζεις στους άλλους τα λάθη τους και στον εαυτό σου να τα κάνεις τα χειρότερα. Να είσαι τύπος κι υπογραμμός στους φίλους και στα δικά σου «άστο καλύτερα». Μη σου τύχει!
Μια μεγάλη σχέση που τελείωσε «αλλά είμαστε φίλοι». Ε και; Μαζί μου, ήταν. Ούτε για την επικοινωνία με το παρελθόν, ούτε για τις συχνές συναντήσεις, ούτε για κάτι τηλέφωνα που έκανε νύχτες μεθυσμένος ασχολούμουν, ή δε με ένοιαζε ή δεν έβλεπα. Σιγά που δεν έβλεπα. Μεγάλος αλήτης το παρελθόν, αυτό τουλάχιστον το εμπέδωσα. Το έμαθα καλά, το ζωγράφισα με σκόνη πάνω στα έπιπλα, όταν είχα κλειστεί εκεί μέσα για να ξεχάσω. Το έγραψα και σε χαρτί και το κόλλησα στον καθρέφτη του μπάνιου να το βλέπω κάθε πρωί.
Καμία προσπάθεια, κανένα γλυκό, καμία συνταγή δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σωστά όταν υπάρχει και κάποια άλλη που έμεινε στη μέση. Ένας άνθρωπος ταυτόχρονα σε δυο κουζίνες έχει κερδίσει την αποτυχία της συνταγής όσο κι αν προσπαθεί, όσο κι αν έχει βάλει στόχο να μην αποτελειώσει την πρώτη. Μπερδεύονται οι σελίδες του τσελεμεντέ, κόβει η μπεσαμέλ, ζαχαρώνει το σιρόπι.
Έτσι κι οι έρωτες. Δε θα πετύχουν όταν κρέμεσαι ανάμεσα σε δύο βιβλία. Για να ξεκινήσεις το δεύτερο πρέπει να έχεις κλείσει οριστικά το πρώτο. Να το έχεις κλείσει, να το έχεις σκεφτεί, να το έχεις ξεχάσει και να το έχεις τοποθετήσει προσεκτικά στη βιβλιοθήκη σου.
Εντωμεταξύ, το βιβλίο συνταγών μου είναι ακόμη στην κουζίνα. Σιγά που θα το μάζευα. Το αγνοούσα πάντως. Έμαθα να εξαφανίζομαι από ανθρώπους που έχουν ανοιχτές σελίδες με το παρελθόν τους. Ακόμα κι όταν εκείνες δεν έχουν απλά μείνει στη μέση, αλλά έχουν σκιστεί, έχουν τσαλακωθεί έχουν πεταχτεί κάτω από ένα κρεβάτι και παραμένουν αδιάβαστες. Πάντα θα υπάρχει η περιέργεια να διαβαστούν όμως. Κάποια στιγμή θα τις θυμηθείς, θα τις αναζητήσεις. Θα τρέξεις στις σελίδες τους με αγωνία να δεις τι έγραφαν.
Τη λέρωσα τη ζωή μου που λες, αλλά τη λέρωσα στη διαπασών με μουσικές, με βόλτες, με μεθύσια κι εκείνον. Τη λέρωσα ανεξίτηλα και δεν καθαρίζεται πια. Έμεινα σπίτι, έκλεισα τα παντζούρια για δεκατρείς μέρες και σκεφτόμουν, πότε εκείνον ποτέ την κουζίνα, πότε εκείνο το καταραμένο βιβλίο. Αυτός, την ίδια στιγμή, μάλλον θα έπινε φρέντο εσπρέσσο σκέτο με το παρελθόν που είχε γίνει παρόν. Δε με πείραζε ο καφές, τα συναισθήματα με πείραζαν. Σιγά που δε θα με πείραζαν.
Τα δάμασα όμως τα θηρία και τις σκέψεις μου τις δάμασα. Έμαθα να αποφεύγω αυτούς που έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν, που έχουν αδιάβαστα βιβλία, που παίρνουν τηλέφωνα μεθυσμένοι τα βράδια, που συζητούν με φίλους για τα παλιά. Τους αποφεύγω σαν το διάολο το λιβάνι.
Γιατί το παρελθόν του άλλου σε κυνηγάει. Εισβάλει στο τώρα και το εξασθενεί, το μικραίνει το παγώνει. Δεν επιτρέπει το παρελθόν να προχωρήσεις όταν του έχεις αφήσει εκκρεμότητες. Τα έμαθα τώρα, τα εμπέδωσα κι είπα ότι θα προχωρήσω.
Τον τσελεμεντέ δεν τον μάζεψα. Κάποτε θα τον μαζέψω, άλλωστε για τους άλλους λέμε, όχι για μένα. Εγώ κατάλαβα, ξέρω, θα αντισταθώ, θα ξεχάσω, θα προχωρήσω. Το δικό μου βιβλίο δεν ενοχλεί τους άλλους, θα προσέχω.
Σιγά που θα τον μάζευα. Σιγά που θα προσέχω.
Επιμέλεια Κειμένου Πέννυς Πηττά: Πωλίνα Πανέρη